…όταν έπαιζα στο Μιλάνο στο Μηχανικό πιάνο σε σκηνοθεσία Μιχάλκοφ, ζήτησε να με δει ο καθηγητής Μουζάτι, ο ψυχαναλυτής. Πήγα να τον δω. Είχε γράψει μια κωμωδία και ήθελε πολύ να τη διαβάσω. Ίσως είχε την ελπίδα ότι θα την έπαιζα. Επωφελήθηκα απ’ τη συνάντηση για να του μιλήσω για κάτι εντελώς διαφορετικό:
«Κύριε Καθηγητά, μερικές φορές για να με πάρει ο ύπνος, πρέπει να σκεφτώ ότι βρίσκομαι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, προστατευμένος μέσα σε μια σπηλιά, ενώ έξω βρέχει. Πώς εξηγείται αυτό;» Και ο Μουζάτι, με τη βενετσιάνικη προφορά του, μου λέει: «Μα επειδή θέλετε να μπείτε στην κοιλιά της μητέρας σας!» «Αλήθεια, αυτό είναι όλο;» «Μα βέβαια, σαν ένα μωρό!»
Μου κακοφάνηκε η απάντηση. «Είμαι καλλιτέxνης», σκεφτόμουνα και περίμενα ποιος ξέρει ποια πολύπλοκη εξήγηση. «Όχι, όχι, όχι», μου είπε ο ψυxαναλυτής, «αυτή είναι η υγρή προστατευτική σπηλιά.» Να πάρει η οργή!
Πάντως δεν μπορώ να πάψω να επιστρέφω με το νου σ’ εκείνα τα χρόνια του πολέμου, ένα θέμα που τους κάνει όλους να βαριούνται, ιδιαίτερα τους νέους. Μου έρxεται στο μυαλό ένα επεισόδιο, που έxει μείνει βαθιά xαραγμένο στη μνήμη μου.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, ήμουνα κρυμμένος στη Βενετία. Είχα καταφέρει να το σκάσω από κείνο το Στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο που δούλευα, σχεδόν στα σύνορα με την Αυστρία. Στη Βενετία είχα βρει καταφύγιο σ’ έναν γέρο ράφτη, ένα είδος γέρο-Τζεπέτο. Ήταν ο κύριος Καλτσαβάρα, που μου είχε δώσει ένα δωματιάκι στη σοφίτα του σπιτιού του.
Εκείνο τον καιρό, κυρίως στα βουνά όπου δούλευα, υπήρχε η μανία για εκείνα τα πουλόβερ με τα ελάφια (μια μόδα που ξαναγύρισε, γιατί τελευταία βλέπω συχνά πουλόβερ γεμάτα σχέδια). Δεν είχα όμως ούτε δεκάρα. Εντάξει, είχα κάποιες οικονομίες, από τα λίγα που μας έδιναν εκεί στο Στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο. Μου ήρθε λοιπόν μια μεγαλοφυής ιδέα. Ξήλωσα όλα τα πουλόβερ που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου. Τότε το μαλλί ήταν χειροποίητο και τα πλεκτά απ’ αυτό το μαλλί, που το λέγανε λάνα μαρκετζιάνα, τσιμπούσανε. Μετά από δυο τρεις μέρες άρχιζαν να μαλακώνουν, αλλά όταν τα πρωτοφορούσες σε ταράζανε στη φαγούρα. Τα ξέπλεξα λοιπόν όλα και τα έκανα κουβάρια. Και έτυχε να μάθω ότι στο Μπασάνο Ντελ Γκράπα υπήρχαν πλεκτήρια όπου ίσως θα μπορούσαν να μου φτιάξουν το πουλόβερ με τα ελάφια.
Τι τρελή ιστορία! Μόνο στα δεκαεννιά σου μπορείς έχεις τέτοιες ιδέες, με τους κινδύνους της εποχής, με τους Γερμανούς, τους φασίστες, την κόλαση. Τελικά λοιπόν, ένα ωραίο πρωί, πήρα το δρόμο με τα κουβάρια μου.
Το ίδιο βράδυ, πήρα από το Μέστρε ένα τρένο που πήγαινε προς το Μπασάνο Ντελ Γκράπα. Λόγω των συχνών αεροπορικών επιδρομών τα τρένα ταξίδευαν με σβηστά τα φώτα. Θυμάμαι αυτό το τρένο που ήταν κατάμεστο από κόσμο, ο ένας πάνω στον άλλο, απορούσες ούτε να δεις. Κάποια στιγμή ένιωσα μια γυναικεία παρουσία, μια γυναίκα, που μιλούσε, μάλλον με φίλους, μπορεί να πήγαιναν στα χωριά να ψάξουν για τρόφιμα, δεν ξέρω. Το γεγονός είναι πως κάποια στιγμή, παρά τον περιορισμένο χώρο, εγώ που πάντα ήμουν μεγάλος καπνιστής, βρήκα τρόπο ν’ ανάψω ένα τσιγάρο. Κι ανάβοντας το τσιγάρο, όπως ήταν φυσικό, φώτισα το πρόσωπο μου. Θαμπωμένος όμως λίγο απ’ αυτό το φως, δεν είδα ποιος βρισκόταν μπροστά μου. Κι εκείνη η γυναίκα πλησίασε, αγγιχτήκαμε και ύστερα ανταλλάξαμε ένα φιλί.
Ήταν μια αίσθηση συγκλονιστική. Και τόσο μυστηριώδης!
Ποτέ δεν είδα ποια ήταν, αν ήταν νέα ή μεγάλη. Δεν το ξέρω, δεν την είδα ποτέ. Γιατί θυμάμαι ότι σε μια απ’ τις πρώτες στάσεις, πάντα μες στο σκοτάδι, αυτή η παρέα κατέβηκε και… και δεν έμαθα ποτέ ποιαν φίλησα. Ότι ήταν γυναίκα, αυτό είναι βέβαιο. Αν ήταν όμως ωραία ή άσκημη, αυτό δεν το ξέρω. Πάντως εκείνο το φιλί ήταν πολύ ωραίο. Έδωσε σ’ εκείνο το παράλογο ταξίδι μου ένα νόημα σxεδόν ρομαντικό.
Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (1924 – 1996)