Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΑΓΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
C R E D O

( ω ς ε ί θ ι σ τ α ι ν α λ έ μ ε λ α τ ι ν ι σ τ ί )

Α

Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.

Β

Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.

Γ

Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.

Δ

Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.

Ε

Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.

Ζ

Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.

Η

Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.

Θ

Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.

Ι

Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.

Κ

Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.

Λ

Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.

Μ

Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.

Ν

Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Ξ

Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!

Ο

Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.

Π

Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.

Ρ

Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.

Σ

Είναι ουραγός της μητέρας.

Τ

Ανέσπερος από ηλικία.

Υ

Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.

Φ

Σε ανώτερη απελπισία.

Χ

Σε φαεινότερη πεμπτουσία.

Ψ

Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.

Ω

Συγχωρώντας τους πάντες.


Ο π ο ι η τ ή ς έ χ ε ι έ ν α β έ β α ι ο δ ρ ό μ ο


Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος

ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό

έχει ένα βέβαιο δρόμο

τόπους–τόπους αγκάθια

τόπους–τόπους ωραία χαλιά

π’ ο άτυχος τα ματώνει.

Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές

αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη

πάλι μια γέννα μάς προσμένει.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Κ ρ ι τ ι κ ή τ η ς π ο ί η σ η ς


Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές

βγήτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις αμαξοστοιχίες

να δήτε καθώς θ’ απαγγέλετε τα τραγούδια σας

ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο

το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν τόχει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον.
Ο π ο ι η τ ή ς I
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι
είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες
του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.
Ο π ο ι η τ ή ς ΙΙ
Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή
όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων, χαμηλωμένες
βέβαια για την περίσταση.
Κι έτσι εξηγήθηκαν πολλές απ’ τις παλιές υπερβολές του.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Ὁ π ο ι η τ ή ς
Σὰ θὰ μὲ βροῦνε πάνω στὸ ξύλο τοῦ θανάτου μου
γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς
μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει
κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα
σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου.
Τ ὸ κ ε φ ά λ ι τ ο ῦ π ο ι η τ ῆ
Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου
τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου
–Δεν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε
τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει
τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου
γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους
μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Σ τ ο ν τ ά φ ο μ ο υ
Όχι λουλούδια. Ένα φύλλο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα έτοιμο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα ανυπόμονο άσπρο χαρτί,
λαχταριστό άσπρο χαρτί.
Η π ο ί η σ η σ τ η Δ ε υ τ έ ρ α Π α ρ ο υ σ ί α
Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα μας λογαριαστεί.
Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα ‘ναι απ’ τα κυριότερα ελαφρυντικά μας.
Π ε ρ ί π ο ι ή σ ε ω ς
«Κυτάχτε τώρα τον Κωστάκη!
Θαρρεί πως κάτι είναι που γράφει.
Τη μια μιμείται Καρυωτάκη,
την άλλη Έλιοτ ή Καβάφη».
Ποιος αν του πω θα καταλάβει
πως ο Καβάφης κι ο Έλιοτ με μιμήθηκαν,
μονάχα που έτυχεν απλώς και μου προηγήθηκαν;
Π ρ ο ς π ο ι η τ ή ν
Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
Γιατί τις ηνώχλησες;
Η π ο ί η σ η ε ξ η γ ε ί
Εγώ άλλα φωνήεντα έχω,
Άλλα σύμφωνα,
Άλλες τελείες, άλλα θαυμαστικά, άλλα ερωτηματικά.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Ο π ο ι η τ ή ς
 
Είχε ανεβεί στην πιο ψηλή κορφή
κι η φωνή του, λευκό πουλί στον ουρανό.
Στους πρόποδες μυρμήγκιαζε πλήθος αμέτρητο
άκουγαν τη φωνή κι ολοένα ανέβαιναν
μίκραινε ο κύκλος και κρατούσαν ξύλα
μαχαίρια κράταγαν και πέτρες και πλησίαζαν
ακούγονταν κραυγές σκοτώστε τον
να πέφτουν άρχισαν μετά οι πρώτες πέτρες
λάμψαν στον ήλιο τα μαχαίρια
κατάλαβε το τέλος του.
Όμως η φωνή του,
λευκό πουλί πέταγε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
και δεν τη φτάναν οι κραυγές και τα μαχαίρια.