... Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι’ αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικιό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις.
Οδυσσέας Ελύτης : Ο Εγγονόπουλος είχε κατορθώσει να συνδυάζει την επαναστατική γραμμή μαζί με την καλώς εννοούμενη αριστοκρατικότητα. Δεν ήταν εύκολος στις γνωριμίες. Στις δέκα περιπτώσεις ήταν βέβαιο πως θα σε προγγίξει. Και όχι διόλου μειώνοντας την ευγένεια, που ήταν έμφυτη, αλλ’ αυξάνοντας απεναντίας τον σαρκασμό. Κρατήθηκε μέσα σε μιαν αδιάλειπτη φτώχεια, με την αξιοπρέπεια αληθινού πρίγκηπα. Τους επαίνους τούς απόστεργε όσο και τις λοιδορίες. Κοκκινοπρόσωπος, με φωτεινά μάτια και φωνή εξαιρετικά υποβλητική, φορούσε μόνιμα ένα λεπτό χρυσό αλυσιδάκι στο λαιμό κι ένα χρυσό δαχτυλίδι στο δείκτη του δεξιού χεριού, που ήταν αδύνατο να μην το παρατηρήσεις, είτε όταν σου μιλούσε -οπόταν συνόδευε την ομιλία του με μεγάλες ιερατικές χειρονομίες-, είτε όταν σώπαινε και ακινητούσε με τεντωμένο δάχτυλο, ίδια καθώς στις φιγούρες που ζωγράφιζε.
Ε. Χ. Γονατάς : Ο Εγγονόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου. «Δάσκαλος» του άρεσε να αυτοαποκαλείται, όχι με την έννοια του μαέστρου, αλλά του ταπεινού δασκάλου που θέλει να φωτίσει ψυχές. Τον είχα γνωρίσει το ’53, πάνω στο πλοίο για τη Βενετία, εκείνος πήγαινε για την Μπιενάλε. Για πολλά χρόνια μάς συνέδεσε ένας δεσμός φιλικού σεβασμού και θαυμασμού μαθητή προς δάσκαλο. Του οφείλω πολλά. Εκείνος έστρεψε την προσοχή μου προς λησμονημένους συγγραφείς ή σε όχι και τόσο γνωστά έργα τους. Εκείνος μου σύστησε την ποίηση του Λασκαράτου -ήξερα μόνο τα πεζά-, τις ιστορίες του Χότζα, την Ιστορία δύο μελλονύμφων του Μαντζόνι, αλλά και τα σημειωματάρια του Ντα Βίντσι, τα ημερολόγια του Ντελακρουά, τον Γιαννούλη Χαλεπά. Για τη ζωγραφική, τα ελληνικά σπίτια, τη λογοτεχνία οι γνώσεις του ήταν απέραντες και τις εξυπηρετούσε μια θαυμάσια μνήμη. Είχε όμως και μια μεγαλειώδη, απλουστευτική μέθοδο να σε διδάσκει, ενθαρρύνοντας και ενθουσιάζοντάς σε. Σε ενέπνεε.
Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του «Κύκλος», τότε το μποpoύσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χpoνιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του «Κύκλου», αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίo, πάλι στις εκδόσεις του «Κύκλου», όλα όσα του είχα δώσει. Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μου και κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φpόντισε τη στoιχειoθέτηση. Αρκετά στoιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέpι – δεν θα την ξεχάσω ποτε αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έyινε – καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του «Κύκλου» σ’ ένα δωμάτιo της τότε κατoικίας του, στην οδό Δαιδάλoυ. Ο αλησμόνητος Mελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διopθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, γα το εξώφυλλο και για την εσωτεpική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυο χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίo παpoυσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυο μήνες ύστερ’ από το περιoδικό.
Ήδη είχαμε προανακρούσματα από την κυκλοφορία του περιoδικoύ. Αλλά, με την εμφάνιση) του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθεί στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις τής πιo τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτoιαν ένταση και τέτoιες διαστάσεις, που κι’ ο ίδιος ο «ανάδoχος» μου, ο Mελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του «Κύκλου», που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιoδικoύ.
Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι’ η επακoλoυθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακoμεταχείρισις σαν υπoδoχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτεpo, σκληρά άδικη. Περιoδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffe venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα πoιήματά μου. Mια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θuμούμαι τώρα πoιά, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες… ολόκληρο το βιβλίo! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστιxών και κακεντρεχών, όσο κι’ επιπόλαιων, σχολίων.
Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η φήμη, η δόξα. Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευxάριστoς, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Kι’ όμως άκουσα κι’ αυτή την κουβέντα, που μου εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο, αγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτrις: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να βασανίζεσαι και να μας βασανίζης»
Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»* ποιήματα.
Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»* ποιήματα.
[...]
Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φθάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιo» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμovήτoυ «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα απο φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, απο τους Γερμανούς, σε στρατόπεδο «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, απο το Υπουργείο Παιδείας, το «Α’ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «δια την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Eίvαι η μόνη τιμή πού μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτpoπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.
Είπα πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν,και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου*. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος» και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνάντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυo μου εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μου επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
Είπα πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν,και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου*. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος» και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνάντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυo μου εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μου επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
[...]
Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο μεγάλους που μ’ ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκo.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι ένας πραγματικά μεγάλος ζωγράφος. Ένας από τους πιο μεγάλους τής εποχής μας και συνεπώς όλων των εποχών. Ευτύχησα να σπουδάσω κοντά του. Έτσι, όχι μόνο επωφελήθηκα της υπέροχης διδασκαλίας του: ότι γνωρίζω στη ζωγραφική το οφείλω, αποκλειστικά, σ’ αυτόν. Αλλά, ταυτόχρονα, μου επετράπη να γνωρίσω τον άνδρα και να εμψυχωθώ, για όλη μου τη ζωή, έναν άνθρωπο υψηλόφρονα, ευθύ, άτεγκτο και ανεπηρέαστο στο δρόμο τής αρετής, μεγάλης καλλιεργείας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατο, απέραντα καλό,* έναν αληθινό αριστοκράτη του πνεύματος και της ζωής.
Τα ίδια έχω να πω και για τον Ανδρέα Εμπειρίκo. Ευτύχησα, επίσης, να γνωρίσω κάπως από κοντά τον μεγάλο ποιητή. Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (να η αποστολή της ποιήσεως!), τα υπέροχα έργα του. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά, είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλουσίου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθειάς γνώσης του ωραίου και του καλού. Τα έργα του και η ζωή του τοποθετούν τον Ανδρέα Εμπειρίκo, ισάξιο, πλάι σ’ έναν Σολωμό, σ’ έναν Baudelaire, σ’ έναν Lautreamont, σ’ έναν Δάντη. Ό άνδρας, ακριβώς όπως ο Παρθένης: υπέροχος. Πρέπει να ειπωθή το ίδιο και γι’ αυτόν όπως και για τον μεγάλο ζωγράφο: ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής.
Τον Εμπειρίκo ευγνωμονώ και γι’ άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαραλλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύσει κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μεσ’ στην καθαρή χαρά, κι’ είναι το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες. …
Τον Εμπειρίκo ευγνωμονώ και γι’ άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαραλλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύσει κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μεσ’ στην καθαρή χαρά, κι’ είναι το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες. …
Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)
* Το κείμενο είναι από το βιβλίο Νίκου Εγγονόπουλου
“Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν = Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής”
εκδ. Ίκαρος, 1966
“Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν = Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής”
εκδ. Ίκαρος, 1966
Είπαν…
Λένα Εγγονοπούλου : Έλεγε: «Ο άνθρωπος πρέπει να είναι αυθεντικός, ελεύθερος». Στην πεποίθησή του αυτή πιστεύω ότι οφείλεται και η καταδίωξή του. Δεν υποτασσόταν σε τίποτε. Και ιδιαίτερα στο χρήμα. Σήμερα, βέβαια, η καταδίωξη αυτή μου φαίνεται πολύ φυσική. Αυτά που έδειχνε στη ζωγραφική και στην ποίησή του έμοιαζαν παράλογα. Ήταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποια μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; ‘Όταν, μάλιστα, κοινωνικά ήταν ένας απλός γραφιάς; Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Εμπειρίκος το ‘παιρνε πιο ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργήσει με το αίμα της καρδιάς του. Μου ‘λεγε χαρακτηριστικά: «Προσπαθώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ».
Ανδρέας Εμπειρίκος: .Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλείτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής. Άσε, λοιπόν, να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν. Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ.
Οδυσσέας Ελύτης : Ο Εγγονόπουλος είχε κατορθώσει να συνδυάζει την επαναστατική γραμμή μαζί με την καλώς εννοούμενη αριστοκρατικότητα. Δεν ήταν εύκολος στις γνωριμίες. Στις δέκα περιπτώσεις ήταν βέβαιο πως θα σε προγγίξει. Και όχι διόλου μειώνοντας την ευγένεια, που ήταν έμφυτη, αλλ’ αυξάνοντας απεναντίας τον σαρκασμό. Κρατήθηκε μέσα σε μιαν αδιάλειπτη φτώχεια, με την αξιοπρέπεια αληθινού πρίγκηπα. Τους επαίνους τούς απόστεργε όσο και τις λοιδορίες. Κοκκινοπρόσωπος, με φωτεινά μάτια και φωνή εξαιρετικά υποβλητική, φορούσε μόνιμα ένα λεπτό χρυσό αλυσιδάκι στο λαιμό κι ένα χρυσό δαχτυλίδι στο δείκτη του δεξιού χεριού, που ήταν αδύνατο να μην το παρατηρήσεις, είτε όταν σου μιλούσε -οπόταν συνόδευε την ομιλία του με μεγάλες ιερατικές χειρονομίες-, είτε όταν σώπαινε και ακινητούσε με τεντωμένο δάχτυλο, ίδια καθώς στις φιγούρες που ζωγράφιζε.
Μίλτος Σαχτούρης : Ο Εγγονόπουλος, εκτός από το μεγάλο ταλέντο του στην ποίηση και τη ζωγραφική, ήταν κι ένας σοφός. Μπορούσε να σου μιλήσει με την απαράμιλλη γοητεία του για χίλια-δυο πράγματα. Ήξερε να σου πει για τον πιο ασήμαντο Φλαμανδό ζωγράφο, είχε μνήμη τεράστια κι αγάπη μεγάλη για τους λίγους, τους μεγάλους σαν κι αυτόν δημιουργούς. Αυτός μου μίλησε πρώτη φορά για τη σκληρή αλλά και μεγάλη μοίρα του Σεζάν. Ο Σεζάν και ο Παρθένης ήταν οι θεοί του. Για τον Παρθένη, που υπήρξε και δάσκαλός του, μιλούσε με θαυμασμό και μαζί με μια περίεργη τρυφερότητα. Με την ίδια τρυφερότητα μιλούσε και για τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, που τον γνώρισε και προσωπικά. Από τους συγχρόνους του αγαπούσε και θαύμαζε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία. Ακόμα, πολύ εκτιμούσε τον Φώτη Κόντογλου.
Ε. Χ. Γονατάς : Ο Εγγονόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου. «Δάσκαλος» του άρεσε να αυτοαποκαλείται, όχι με την έννοια του μαέστρου, αλλά του ταπεινού δασκάλου που θέλει να φωτίσει ψυχές. Τον είχα γνωρίσει το ’53, πάνω στο πλοίο για τη Βενετία, εκείνος πήγαινε για την Μπιενάλε. Για πολλά χρόνια μάς συνέδεσε ένας δεσμός φιλικού σεβασμού και θαυμασμού μαθητή προς δάσκαλο. Του οφείλω πολλά. Εκείνος έστρεψε την προσοχή μου προς λησμονημένους συγγραφείς ή σε όχι και τόσο γνωστά έργα τους. Εκείνος μου σύστησε την ποίηση του Λασκαράτου -ήξερα μόνο τα πεζά-, τις ιστορίες του Χότζα, την Ιστορία δύο μελλονύμφων του Μαντζόνι, αλλά και τα σημειωματάρια του Ντα Βίντσι, τα ημερολόγια του Ντελακρουά, τον Γιαννούλη Χαλεπά. Για τη ζωγραφική, τα ελληνικά σπίτια, τη λογοτεχνία οι γνώσεις του ήταν απέραντες και τις εξυπηρετούσε μια θαυμάσια μνήμη. Είχε όμως και μια μεγαλειώδη, απλουστευτική μέθοδο να σε διδάσκει, ενθαρρύνοντας και ενθουσιάζοντάς σε. Σε ενέπνεε.
Νάνος Βαλαωρίτης : Θυμάμαι όταν ο Εγγονόπουλος διάβαζε στην κατοχή τον «Μπολιβάρ» του στο σπίτι του Εμπειρίκου, μ’ έπιασε ένα ακατάσχετο γέλιο όταν έφτασε ο ποιητής στην κατακλείδα του ποιήματος, στο στίχο «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας». Το γέλιο αυτό δεν ήταν προσβολή εναντίον του ποιήματος, αλλά κομπλιμέντο. Το ποίημα είχε συσσωρεύσει μέσα μου μια ένταση, που οφείλονταν εν μέρει στο παράδοξο περιεχόμενό του, και εν μέρει στον αμίμητο τόνο φωνής με τον οποίο το απήγγειλε ο ποιητής, έναν συγκρατημένο ειρωνικό σαρκασμό. Ο Εγγονόπουλος, κατεξοχήν ποιητής στα όρια του χιούμορ και του τραγικά ρομαντικού, του σοβαροφανούς αστείου, είπε ίσως την πιο χαρακτηριστική φράση υπερρεαλιστικού μαύρου χιούμορ όταν τον ρώτησαν τι σκεπτόταν για το θάνατο σε μια πρόσφατη συνέντευξη: «Λυπάμαι, απάντησε, πως όταν πεθάνω θα πάψω να είμαι έλλην πολίτης».
Ανδρέας Καραντώνης : Δεν είναι η επικαιρότητα της Ελευθερίας που χρωματίζει ζωηρότερα το ποίημα Μπολιβάρ και μας το κάνει ακόμη πιο αγαπητό, μα η τέχνη του Εγγονόπουλου είναι που έκαμε απροσδόκητα ποιητική την επικαιρότητα της Ελευθερίας. Η ελευθερία, η επανάσταση, καμωμένες ποίηση από ένα υπερρεαλιστή, ποια μοναδική εξαίρεση ανάμεσα σε λογής απόπειρες, δημοκόπων θεματογράφων ή απλοϊκών ρουτινιέριδων του στίχου που ακολουθούνε τυφλά τα προγράμματα και τα συνθήματα της στρατευόμενης λογοτεχνίας! Γιατί ο Μπολιβάρ είναι το πρώτο σύγχρονο ελληνικό μαζί και παγκόσμιο ποίημα της ορμέμφυτης και οργανικής ανάτασής μας προς την Ελευθερία, το πρώτο στην περιοχή της ποίησης, αβίαστο και αυθόρμητο αγκάλιασμα των πόθων μας και των ιδανικών μας, με το ζωντανό, το πλαστικό, το επιβλητικό είδωλο της Ελευθερίας, ενσαρκωμένο ελληνικότατα από τον Εγγονόπουλο στη μορφή του Σίμωνα Μπολιβάρ, του αδάμαστου θεμελιωτή και πρωταθλητή της Νοτιοαμερικανικής ανεξαρτησίας.
Σωτήρης Σόρογκας : Πιστεύω πως το έργο του Εγγονόπουλου αντανακλά με εξαιρετική πιστότητα τη ζωή του και κατ’ επέκταση τον περίγυρό της ως τις οντολογικές της πηγές. Ήταν ο ίδιος ένα ποίημά του ή ένας πίνακας. Ζούσε τον κάθε λόγο του, την κάθε κίνησή του, μέσα στην υπερβατικότητα ενός παράφορου ανορθολογισμού. Χωρίς δισταγμό θα έλεγα ότι ο πυρήνας μια τέτοιας βίωσης καθοριζόταν στον Εγγονόπουλο από μια ιδιαζούσης μορφής συνειδητή και ελεγχόμενη απελπισία, που εστιαζόταν στον «παραλογισμό του θανάτου». Γι’ αυτό και συχνά έλεγε πως στο βάθος «η τέχνη είναι μια διαμαρτυρία για τον θάνατο», όταν δεν είναι μόνο «μια σιγοψιθυριστή εξομολόγηση προς ανθρώπους ευγενικούς». Μ’ άλλα λόγια, η ζωή και η τέχνη στον Εγγονόπουλο ήταν απολύτως ταυτισμένες σε μια στάση ποιητικής ώσμωσης του κόσμου, που συναιρούσε το γήινο με το επουράνιο και το εμμενές με το υπερβατικό.
Ερριέττη Εγγονοπούλου : Θυμάμαι ότι και βιβλία που δεν του άρεσαν καθόλου ή δεν του προκαλούσαν το παραμικρό ενδιαφέρον, κι αυτά ακόμη δεν μπορούσε να τα θεωρήσει ανάξια και να τα πετάξει στα απορρίμματα. Έβλεπε πίσω από τις σελίδες τους τον κόπο του συγγραφέα, έστω κι αν αυτός ο κόπος δεν είχε οδηγήσει πουθενά. Όταν έβγαινε λοιπόν στον περίπατό του -και η αλήθεια είναι πως απολάμβανε την πεζοπορία, ενώ ποτέ του δεν έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο- άφηνε ένα από αυτά τα βιβλία πάνω σε κάποιο παγκάκι, προσεχτικά, σχεδόν τρυφερά. «Ποιος ξέρει», έλεγε. «Μπορεί να το βρει κάποιος που να του αρέσει».
Η επιλογή των αποσπασμάτων από μαρτυρίες, κρίσεις και σχόλια για τον Νίκο Εγγονόπουλο και το έργο του, έγινε από την επετειακή έκδοση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου «2007 Εκατό χρόνια από τη γέννησή του / Ν. Εγγονόπουλος / ”η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος.”».