Ήμουν οχτώ χρονών. Σ’ αυτή τη στιγμή της ζωής μου, τίποτε δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα απ’ το μπέιζμπολ. Η ομάδα μου ήταν οι Νew Yorks Giants, και παρακολουθούσα τα κατορθώματα των αντρών με τα μαυροπορτοκαλιά καπέλα, με την αφοσίωση ενός αληθινού πιστού. Ακόμη και τώρα, όταν θυμάμαι εκείνη την ομάδα που πια δεν υπάρχει, να παίζει σ’ ένα γήπεδο που επίσης δεν υπάρχει, μπορώ να ξετυλίξω τα ονόματα σχεδόν κάθε παίχτη με τη σειρά. Alvin Dark, Whitey Lockman, Don Mueller, Johnny Antonelli, Monte Irvin, Hoyt Wilhelm. Αλλά κανένας δεν ήταν μεγαλύτερος, κανένας πιο τέλειος, κανένας που ν’ άξιζε τη λατρεία περισσότερο απ’ τον Willie Mays, τον αναψοκοκκινισμένο, που σε φώναζε γεια σου μικρέ.
Εκείνη την Άνοιξη με είχαν πάρει στον πρώτο μου μεγάλο αγώνα για το πρωτάθλημα. Φίλοι των γονιών μου είχαν εισιτήρια στα θεωρεία του γηπέδου Polo Ground, και μια Απριλιάτικη νύχτα μερικοί από μας πήγαμε να παρακολουθήσουμε τους Giants να παίζουν με τους Milwaukee Braves. Δεν ξέρω ποιος κέρδισε, δεν μπoρώ να θυμηθώ την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά θυμάμαι πως μόλις τέλειωσε το παιγνίδι οι γονείς μου και οι φίλοι τους κάθησαν μιλώντας στις θέσεις τους μέχρι που οι άλλοι θεατές έφυγαν. Είχαμε καθυστερήσει τόσο ώστε έπρεπε να διασχίσουμε το γήπεδο του μπέιζμπολ και να βγούμε απ’ την κεντρική έξοδο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή. Κι όπως συνέβη, εκείνη η έξοδος ήταν ακριβώς κάτω απ’ τα αποδυτήρια των παιχτών.
Μόλις πλησιάσαμε τον τοίχο, πήρε το μάτι μου τον Willie Mays. Δεν είχα καμιά αμφιβολία σχετικά με το ποιος ήταν. Ήταν ο Willie Mays, που είχε ήδη βγάλει τη στολή και καθόταν εκεί με τα καθημερινά του ρούχα ούτε δέκα βήματα μακριά μου. Κατάφερα να κρατήσω τα πόδια μου που κατευθυνόταν προς το μέρος του, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος κουράγιου, εξαναγκάζοντας το στόμα μου να πει μερικές λέξεις. Κύριε Mays, είπα, θα μπορούσα παρακαλώ νά ‘χω ένα αυτόγραφο;
Πρέπει νάταν όλο κι όλο εικοσιτέσσερα χρονών, αλλά δεν μπορούσα να καταφέρω να προφέρω το μικρό του όνομα. Η απόκριση στην ερώτηση μου ήταν απότομη αλλά φιλική. Βεβαίως, μικρέ, βεβαίως, είπε. Έχεις ένα μολύβι;. Ήταν τόσο γεμάτος από ζωή, θυμάμαι, τόσο γεμάτος νεανική ενέργεια, που συνέχιζε να αναπηδά πάνω κάτω όσο μίλαγε.
Δεν είχα μολύβι, έτσι ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορούσα να δανειστώ το δικό του. Δεν είχε ούτε εκείνος. Ούτε και η μητέρα μου. Ούτε, όπως αποδείχτηκε, και κανένας άλλος απ’ τους μεγάλους. Ο άφταστος Willie Mays καθόταν εκεί παρακολουθώντας σιωπηλά. Όταν έγινε ξεκάθαρο πως κανένας από μας δεν είχε τίποτε για να γράψεις μ’ αυτό, γύρισε προς τη μεριά μου και σήκωσε τους ώμους. Συγνώμη μικρέ, είπε. Αν δεν έχεις μολύβι, δεν μπορώ να σου δώσω αυτόγραφο. Και στη συνέχεια βγήκε απ’ το γήπεδο μέσα στη νύχτα.
Δεν ήθελα να κλάψω, αλλά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου, και δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Ακόμη χειρότερα, έκλαιγα μέσα στο αυτοκίνητο, σ όλη την επιστροφή προς το σπίτι. Ναι, είχα συντριβεί από την απογοήτευση, αλλά είχα επίσης πεισμώσει με τον εαυτό μου που δεν μπόρεσε να κρατήσει εκείνα τα δάκρυα. Δεν ήμουν μωρό. Ήμουν οχτώ χρονών, και τα μεγάλα παιδιά δεν επιτρεπόταν να κλαίνε για τέτοια πράγματα. Όχι μόνο δεν είχα το αυτόγραφο του Willie Mays, δεν είχα και τίποτε άλλο. Η ζωή με είχε δοκιμάσει, κι απ’ όλες τις απόψεις είχα βρει τον εαυτό μου να υπολείπεται.
Mετά από κείνη τη νύχτα, άρχισα νά’ χω ένα μολύβι μαζί μου όπου κι αν πήγαινα. Έγινε συνήθεια μου να μη βγαίνω απ’ το σπίτι δίχως να ‘χα σιγουρευτεί πως είχα ένα μολύβι στην τσέπη μου. Δεν είναι πως είχα ιδιαίτερα σχέδια γι’ αυτό το μολύβι, αλλά δεν ήθελα να ‘μαι απροετοίμαστος. Είχα πιαστεί μια φορά με άδεια χέρια και δεν επρόκειτο να επιτρέψω να μου ξανασυμβεί.
Αν όχι τίποτε άλλο, τα χρόνια με δίδαξαν το εξής: Αν έχεις ένα μολύβι στην τσέπη, παρουσιάζεται πάντα μια καλή ευκαιρία να μπεις στον πειρασμό και μια μέρα ν’ αρχίσεις να το χρησιμοποιείς.
Όπως μου αρέσει να λέω στα παιδιά μου, έτσι έγινα συγγραφέας.
Πωλ Ώστερ