Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΟΝΕΙΡΑ ΣΚΟΝΗ


Tόσες ελπίδες εξανεμίστηκαν, τόσα όνειρα έγιναν σκόνη

Παράξενη ερώτηση αυτή: «Τι κάνεις στη ζωή σου;» Σας την έχουν κάνει ποτέ; Είναι μια ερώτηση που σου δίνει την εντύπωση ότι το γεγονός και μόνο πως ζεις δεν μετράει’ τοποθετεί τη ζωή στη μειοψηφία, θα έλεγε κανείς, την υποβιβάζει σε δεύτερο επίπεδο, λες και δεν αρκεί να είσαι ζωντανός, λες και πρέπει να πληρώσεις και φόρο από πάνω.

Το 1941, ο Σαρί χυνόταν στη λίμνη Τσαντ. Δεν ξέρω τι ισχύει σήμερα. Έχει αλλάξει τόσο ο κόσμος! Τόσες ελπίδες εξανεμίστηκαν, τόσα όνειρα έγιναν σκόνη, τόσοι φίλοι πρόδωσαν, που τίποτα δεν είναι πια σίγουρο’ ο ίδιος ο κόσμος έχει ίσως αλλάξει όψη. Όμως, το 1941, η ελπίδα ήταν ζωντανή, τα όνειρα φλογερά και αγνά, γνώριζες τα ονόματα των φίλων σου και ο Σαρί χυνόταν στη λίμνη Τσαντ.

Ο θόρυβος της θάλασσας σκέπαζε τη φωνή του – ήταν αναγκασμένος, για ν’ ακουστεί, να φωνάζει, να παλεύει κόντρα στην αντάρα. Βρίσκονταν σ’ ένα είδος χοάνης που είχε σκάψει το νερό μέσα στο βράχο. Τα κύματα έρχονταν να σκάσουν στα πόδια τους, ορμούσαν στην αμμουδιά μουγκρίζοντας, στροβιλίζονταν, διαλύονταν, κονιορτοποιούνταν και γέμιζαν τον αέρα μ’ ένα συνεχές βουή το. Η Ελέν έκανε με κόπο κάποια αβέβαια βήματα πάνω στη μαλακή και υγρή άμμο.

- Αν φύγετε τώρα, φώναξε, θα πνιγείτε στην έξοδο του όρμου!

- Ω! Το ξέρω.

Είδε προς στιγμήν το ιστιοφόρο που ανεβοκατέβαινε πάνω στα κύματα και της φάνηκε σαν να διέκρινε μια ισχνή, ασάλευτη μορφή δίπλα στο κατάρτι. Η καρδιά της σταμάτησε, οι σκέψεις μπερδεύτηκαν μέσα στο μυαλό της… Τι να συνέβαινε στον Πες; Γιατί αυτοκτονούσε; Παραπάτησε μέσα στο νερό, αρπάχτηκε από το βράχο για να μην πέσει. Μια τερατώδης αντάρα αντηχούσε ολόγυρα της, απλωνόταν, ανέβαινε προς τον ουρανό. Οι κοκκοφοίνικες, ολόκληροι οι φοινικώνες ταρακουνιόνταν προς όλες τις κατευθύνσεις, τρελοί, σπαραγμένοι από τον άνεμο. Μέσα στο κενό φυσούσαν, ζεστές, ξερές, αφόρητες ριπές… Το λαρύγγι σφιγγόταν. Δεν υπήρχε πια αέρας. Τα πνευμόνια συστέλλονταν μέσα στο στήθος. Ο ουρανίσκος της είχε πρηστεί, την πονούσε πολύ… Η Ελέν αναζήτησε το μονοπάτι, προσπάθησε να τρέξει. Τα ψηλά και κοφτερά χόρτα της ξέσχιζαν τα ρούχα, πλήγωναν τα μπράτσα της… Στη στροφή είδε το μπανγκαλόου: ο Παρτόλ, που είχε κατέβει στη μάντρα, έβαζε φωτιά στην ξαπλώστρα και στο τραπεζάκι από λυγαριά που είχε αναποδογυρίσει στο έδαφος. Ακούγοντας βήματα, στράφηκε και είδε τη γυναίκα του.

- Ο Τσου Λανγκ είχε δίκιο! της πέταξε γελώντας. Η θύελλα είναι εδώ για τα καλά, αυτή τη φορά, κοίτα!

Της έδειχνε με το δάχτυλο τον ουρανό.

- Πώς μπόρεσες ν’ αφήσεις τον Πες να φύγει!


Η Ελέν είχε καταληφθεί από τεράστια μνησικακία, από μια τρελή επιθυμία να ουρλιάξει, να φωνάξει. Δάκρια έτρεχαν από τα μάτια της, κυλούσαν στο μάγουλο της. Ένιωθε ακόμα πάνω σ’ όλο της το σώμα την επαφή με τον Πες, τα φιλιά του στο στόμα της, πάνω στα στήθη της, το πυρετώδες χάδι του προσώπου του. Ασάλευτη, με τις γροθιές σφιγμένες, με την όψη να συσπάται από το μίσος και την απελπισία, κοιτούσε τον άντρα της και του μιλούσε αργά, επίπονα.

- Σημαίνει θάνατο γι’ αυτόν… Το ξέρεις… Το ήξερες…

από το βιβλίο του Romain Gary Ο Έλληνας …και άλλα διηγήματα – εκδ. Κασταλία, 2008


…και το κουτσομπολιό που με ακολούθησε μετά τα κοσμικά δείπνα όπου οι άνθρωποι έδειχναν τον οίκτο τους στον καημένο τον Ρομαίν Γκαρύ, που έπρεπε να ήταν κομμάτι λυπημένος, κομμάτι ζηλόφθονος, για την ραγδαία άνοδο στο λογοτεχνικό στερέωμα, του εξαδέλφου του, Εμίλ Αζάρ …

Διασκέδασα για τα καλά. Αντίο και σας ευχαριστώ.

Romain Gary [Roman Kacew] (1914–1980)Κατέβηκε από το τραίνο, στις 2 Δεκεμβρίου, στο Παρίσι,
με αυτοπυροβολισμό στο στόμα, υποφέροντας από βαθιά κατάθλιψη μετά την

αυτοκτονία της Τζιν Σήμπεργκ, που, κατά το παρελθόν,
υπήρξε συζυγός του.