Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΟΡΑΣΗ ΚΑΘΑΡΗ


Γεννήθηκα στην Καβάλα, μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα και εκεί τελείωσα την Ιατρική. Αργότερα, μετά τον στρατό, έφυγα στο Παρίσι, στη Γαλλία. Στη Γαλλία ειδικεύτητηκα στην Ψυχιατρική και τη Νευροψυχολογία. Τώρα μένω μόνιμα στην Αθήνα και εργάζομαι στο “Αιγινήτειο Νοσοκομείο”. Είμαι παντρεμένος κι έχω ένα γιο δώδεκα χρονών. Τα βιβλία μου είναι ο “Πεισίστρατος” (1960), “Η εκδρομή” (1964), “Το μυθιστόρημα” (1966), “Ο γιατρός Ινεότης” (στην χούντα, 1971), “Ο γάμος” (1975), “Ο αδελφός” (1976) και “Οι χτίστες” (1979).

Στο τέλος του ’83 θα βγει το τελευταίο μου βιβλίο που λέγεται “Η φρουρά”. Έχω δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα, έxω γράψει ένα βιβλίο για τον Λόγο σαν εγκεφαλική λειτουργία, που είναι μια περιοχή σχεδόν ανεξερεύνητη ακόμη και για την Νευρολογία, ετοιμάζω ένα βιβλίο με εκλαϊκευτικά δοκίμια πάνω στον Λόγο, που ονομάζεται “Επτά μαθήματα για τον Λόγο”.

Αυτή ειναι η βιογραφία μου. Μα εγώ θέλω να μιλήσω για μια άλλη βιογραφία. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ’ αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα, έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, τη φυσιογνωμία τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τουςμ περιφερόμουν στους στενούς λαϊκούς έρημους δρόμους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης. Γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής, σιωπή, ερημιά. Ξαφνικά ν’ ανοίγει μια αυλόπορτα και να χυμάει έξω όλολύζοντας μια γυναίκα. Έβγαινε έξω στο δρόμο κι άρχιζε να θρηνεί. Ένας πατέρας κάτισχνος, κατάχλωμος, νεαρός, έβγαζε περίπατο το παιδί του στο δρόμο. Ένα παιδί τριών τεσσάρων ετών. Ξαφνικά αυτός ο νεαρός πατέρας να πέφτει κάτω σαν κεραυνοβολημένος. Το παιδί τον κοίταζε εμβρόντητο, δεν καταλάβαινε, δεν καταλάβαινα, έβλεπα τα πρόσωπα των ανθρώπων πίσω από τα τζάμια και μάντευα τη ζωή τους. Τέτοιες εικόνες μιας διάχυτης παντού λαϊκής δυστυχίας. Αισθανόμουν – και θα ήμουν παιδί όχι πάνω από δέκα χρονώ – αυτά τα περίεργα συναισθήματα που μονάχα τα παιδιά μπορούν και έχουν, που είναι αντιφατικά. Αισθανόμουν μαζί σαν κάτι πολύ ελκυστικό και κάτι πολύ αποτρόπαιο. Την ανάγκη και την επιθυμία αυτές τις εικόνες, να τις αναδιπλώσω, να ελευθερώσω τη σκοτεινή τους αγωνία. Αλλά εκείνο που από πολύ νωρίς έμαθα, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα, ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλάει ακατάπαυστα για όλα τα πάθη των ανθρώπων. Δεν έχεις παρά να το δεις.


Αργότερα οι ιατρικές εικόνες πλάτυναν αυτή την όραση, την έκανα πιο βαθιά, πιο δραματική. Χρωστάω σαν συγγραφέας πάρα πολλά στην Ιατρική. Δεν χρωστάω τίποτε στην Ψυχιατρική. Απλά σαν γιατρός, να βλέπω τους συγγενείς των αρρώστων να συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων, να τριγυρίζουν τα κρεβάτια των αρρώστων τους, να παραστέκονται, να βλέπω το ίδιο το σώμα του αρρώστου. Πολλά μου έμαθαν όλα αυτά τα λόγια και όλα αυτά τα σώματα, γιατί η ιατρική σχέση είναι το ίδιο έντονη, το ίδιο αποκαλυπτική (με όλες τις σημασίες της λέξης), το ίδιο διαπεραστική όσο και η ερωτική σχέση.

Γιώργος Χειμωνάς (1936-2000)