Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


Tο πρώτο μου ειδύλλιο, κι ίσως το τελευταίο.

Σ’ αυτή την εποχή νομίζω είναι ανάγκη να τοποθετήσω κι ένα σοβαρό ειδύλλιό μου — το πρώτο μου ειδύλλιο κι ίσως το τελευταίο! Θα το συνοψίσω, όσο μπορώ γοργότερα, για όσους έχουν κάποια περιέργεια, και κάποιο σχετικό ενδιαφέρον για τις φάσεις τις πολύ περίπλοκες της αισθηματικής μου της ζωής.

Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μου – κι ακριβέστερα, ένα τετράγωνο πιο πέρα -, στο μεσαίο πάτωμα ενός γωνιακού σπιτιού καθόταν μια κοπέλα – δεν θ’ αναφέρω μήτε τ’ αρχικά της – , με μεγάλα μαύρα μάτια αληθινή «βοώπις» -, που πήγαινε, την εποχή αυτή, στο Αρσάκειο. Σ’ αυτήν έλαχεν ο κλήρος να μου δώσει, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο, τις πρώτες συγκινήσεις. Ποτισμένος ως το κόκαλο απ’ τη ρομαντική φιλολογία από Μπάιρον πολύ και Λαμαρτίνο, και κυρίως από Βέρθερο κι Αθλίους, που καθώς το είπα και πιο πάνω με συντρόφευαν τις ανιαρές ώρες των παραδόσεων της Νομικής σχολής – , δοκίμασα να πλέξω το ειδύλλιό μου γύρω απ’ τη γοητευτική, αληθινά, αυτή γειτονοπούλα, που έπρεπε να είναι η Λεϊλά, η Γκρατσιέλλα, η Καρλόττα και η Τιτίκα μου! Φλογερά ποιήματα αφημένα στο παράθυρό της, λουλούδια μαδημένα στην πόρτα της μπροστά, δειλά και μακριά παρακολουθήματα στο δρόμο, την ώρα που σκολνούσε, με τη θαλασσιά ποδίτσα της κι ένα βαθυκύανο «μπερέ» στα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά της — όλες αυτές οι στερεότυπες, από καταβολής ανθρώπων κι ίσως και μέχρι συντελείας των, ερωτικές μας πρώτες εκδηλώσεις έγιναν αλληλοδιαδόχως κι όπως πρέπει…

Ο επιδειxτικός ωστόσο τρόπος που τις έκανα – αδιαφορούσα για το Σύμπαν! – ήταν τόσος, ώστε ολόκληρη η γειτονιά – κατ’ εξοxήν κοριτσογειτονιά – να το πληροφορηθεί απ’ την αρxή. Είxε γίνει το κοινό της «μυστικό». Κάθε φορά που θα περνούσα απ’ το σπίτι της – κι ήταν αυτός ο δρόμος του σπιτιού μου -, παράθυρα αμέσως ανοιγόκλειναν, μάτια πρόβαλλαν από παντού περίεργα, σιγανομιλήματα, νοήματα έδιναν κι έπαιρναν απ’ όλες τις μεριές.

Αλλά έμενα τι μ’ ένοιαζαν αυτά;! Ήμουν ο «ερωτευμένος ποιητής», κι αυτή το «ίνδαλμά» μου – αυτό έφτανε! Εκείνη, κολακευμένη βέβαια, σαν κάθε κοριτσόπουλο, απ’ τον καιρό που υπάρχουν κοριτσόπουλα, λίγο μεγαλύτερή μου φαντάζομαι στα χρόνια, και πολύ-πολύ πεπειραμένη σ’ όλες τις ερωτικές μανούβρες (Αρσακειάδα άλλωστε του κλασικού καιρού!), «μ’ άφηνε να κάνω» – «me laissait faire», καθώς λέν’ οi Γάλλοι! Ίσως και να μ’ ώκτειρε λιγάκι κατά βάθος για την ατζαμοσύνη μου και τ’ αφελή μου και παιδιάστικα καμώματα.


Με χαιρετούσε, μου χαμογελούσε, έβγαινε στο παράθυρο την ώρα που περνούσα κι αυτό ήταν όλο! Αλλά κι εγώ μήπως ζητούσα παραπάνω;! Οι «μεγάλοι», κλασικοί ερωτευμένοι, οι ρομαντικοί «διδάσκαλοί» μου, που προσπαθούσα, όσο ήταν δυνατόν, στην υπόθεση αυτή, να μιμηθώ, έκαναν τίποτ’ άλλο περισσότερο, από το να κοιτούν το «ίνδαλμά» τους και να του γράφουν φλογερά ποιήματα;! Έτσι πίστευα τουλάχιστον την εποχήν εκείνη.

Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!…

Εκείνο τον καιρό είχαμ’ ένα σπίτι ιδιόκτητο στο Παλιό το Φάληρο, που υπάρχει, με μικρές προσθήκες μόνο, δίπλα στο ξενοδοχείο «Κύματα», με το ξύλινο μπαλκόνι του, ως σήμερα (το πούλησε κατόπιν ο πατέρας μου). Παραθερίσαμε ένα καλοκαίρι – το καλοκαίρι του «μεγάλου» έρωτά μου! Τότε το Παλιό Φάληρο δεν ήταν όπως σήμερα: ήταν μάλλον ένας ερημότοπος, με λίγα καλά σπίτια σειρά στην παραλία, που τέλειωνε ως το ξενοδοχείο «Αύρα», με μακρινό του, τελευταίο σύνορο, την έπαυλη της κόμισσας Καπνίστ. Μείναμε εκεί οικογενειακώς ως το φθινόπωρο που πήραν οι βροχές. Μοναδική του διασκέδαση ήταν, μπροστά μας ακριβώς, μια «ταραντέλα», δηλαδή ένα ξύλινο παράπηγμα, που μερικές βαμμένες Ιταλίδες τραγουδούσαν, με μια μικρή ορχήστρα, καντσονέτες τρυφερές, ναπολιτάνικες, με χτυπητά, φανταχτερά φορέματα, όλο χρυσές κι ασημένιες πούλιες, καθώς και τα πολύ της μόδας τότε βαλς της Εύθυμης χήρας και του Ονειρώδους. Είχα κι ένα πιάνο, ξεκούρντιστο, παλιό, και γρατσουνούσα τις Μπαλάντες του Chopin. Κάθε απόγευμα όμως έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στο Νέο Φάληρο απέναντι, που ήταν τότε το μεγάλο κέντρο, και που συγκέντρωνε τον κόσμο, ιδίως τρεις φορές την εβδομάδα – Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο -, με τις πολύ καλές του «μπάντες», τα ζαχαροπλαστεία του, την κλασική εξέδρα του, και το θερινό θέατρο του, που έπαιζαν κάθε καλοκαίρι θίασοι γαλλικοί κι ιταλικοί. Σύχναζε εκεί το άνθος της αριστοκρατίας μας. Το Νέο Φάληρο μαζί κι έπειτα από την Κηφισιά, ήταν το άπαντο των καλών μας παραθερισμών. Κάθε απόγευμα ήμουν εκεί, και πολλές φορές με τη μητέρα μου πηγαίναμε στο θέατρο τη νύχτα, στη γαλλική την οπερέτα, και γυρίζαμε αργά, με το τελευταίο τραίνο, στο Παλιό. Τότε είχα πρωτοδεί εκεί τη Μαμ’ζέλ Νιτούς και την Πουπέ, τους Κώδωνες της Κορνεβίλης κι άλλα. Άλλα όμως απογεύματα, όταν δεν συνόδευα, στο Νέο, τη μητέρα μου, ανέβαινα στην Αθήνα κι επισκεπτόμουνα τη γειτονιά μου και το σπίτι μου. Έβλεπα τα μάτια της «ωραίας» μου και γύριζα, με αναπαυμένη τη συνείδηση πως είχα εκπληρώσει το καθήκον μου, το βράδυ, στο Παλιό… Είχ’ αρχίσει να κρατώ κι ένα ταχτικό ημερολόγιο της αισθηματικής μου της ζωής – πράγμα που επανέλαβα και σ’ άλλα μου ειδύλλια κατόπιν.

Το φθινόπωρο, που ανεβήκαμε ξανά στο σπίτι μας, ο έρωτάς μου εξακολουθούσε, με τα μπουκέτα στα παράθυρά της, και με τους στίxους τους απελπισμένους! Κι απ’ όλα τα μικροεπεισόδια της φαιδρής τώρα εκείνης περιόδου, δεν απομένει παρά η ανάμνηση κάποιου απογεύματος, στο δρόμο, προς το σούρουπο, που περνώντας δίπλα της, της φώναξα: «Θα είμ’ ο ίσκιος σας, παντού και πάντα!». Κι ήταν αυτό η τολμηρότερη μου πράξη σ’ όλο το διάστημα εκείνο. Αλλά κι ο επίλογος αυτού του ειδυλλίου ήταν κι εκείνος τολμηρός κι αποφασιστικός: Η μητέρα της, που ήξερε τα πάντα, είχε μάθει – και ποιος δεν το ‘χε μάθει! – πως είχα πάρει, απ’ τα χέρια κάποιας φίλης της, που ευνοούσε το πασίγνωστό μου αίσθημα, κάποια φωτογραφία της σε κάρτα. Μου παράγγειλε πως θέλει να με δει. Πήγα λοιπόν ένα ιστορικό απόγευμα – ενώ ολόκληρη η γύρω γειτονιά είχε κατακλύσει τα παράθυρα, και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε. Με δέχτηκαν πολύ ευγενικά, η μητέρα της, η ίδια κι οι δυο μικρότερές της αδερφές, στο καλοβαλμένο σαλονάκι τους. Μιλήσαμε ακαδημαϊκά μάλλον, μπορώ να πω, φιλοσοφήσαμε -, σχετικά με τις μικρές μου τρέλες (τα λουλούδια στα παράθυρά τους, τους φακέλους με τα φλογερά ποιήματα), κι αφού της αποκρίθηκα κι εγώ δεν ξέρω τι – αλλά με θάρρος, δίχως να δειλιάσω -, και σχεδόν της είπα πως εκείνη …φταίει που ‘κανε μια κόρη τόσο όμορφη, με παρακάλεσε, προς xάριν του γοήτρου και των δυο μας, να επιστρέψω τη φωτογραφία.

Κι εγώ την έβγαλα αμέσως απ’ την τσέπη μου (είχα φροντίσει μοναχά προηγουμένως να τραβήξω κι άλλα της αντίτυπα), και μεγαλοπρεπώς τής την παρέδωσα.

Και της υποσχέθηκα ακόμα, ότι από δω και στο εξής θα πάψω να γεμίζω μ’ άνθη τα παράθυρα, κι ούτε θα στέλνω φλογερούς φακέλους. Και με παρακάλεσε ακόμα να τους επισκέπτομαι συχνά, μια και γνωριστήκαμε, έστω και υπό κάπως δυσάρεστες συνθήκες, βεβαιώνοντάς με, επιπλέον, ότι όλες μου αυτές τις μικροαταξίες τις θεωρούσε πλέον ξεχασμένες… Κι έφυγα μ’ αυτές τις υποσχέσεις, αλύγιστος και αξιοπρεπής, σαν τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπούσα τότε και που θαύμαζα.

Αλλά μ’ εκείνη την ιστορική, για τα χρονικά της γειτονιάς και για τον κοριτσόκοσμο, επίσκεψη, είχα κιόλας μισογιατρευτεί από το …πάθος που με τυραννούσε, και θέλοντας να είμαι συνεπής και να δείξω τον ιπποτισμό μου, σταμάτησα οριστικά όλες τις εκδηλώσεις μου. Και το ειδύλλιό μου πήρε τέλος…

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)