Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΞΕΡΑ ΠΩΣ ΘΑ' ΡΧΟΣΟΥΝ


Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

…η παρουσία της είχε απλοποιήσει το καθετί και είχε φασματοποιήσει όλα σε τέτοιο βαθμό που η προβλήτα είχε χάσει το πραγματικό της πρόσωπο και φάνταζε χαμένη σε μιαν αχλύ χωρίς την παραμικρή πια χρησιμότητα.

Επιπλέον έβρεχε, και το λιθόστρωτο ήταν κατάσπαρτο με λιμνούλες που σχημάτιζαν τα άφθονα κοκκινωπά νερά, που κυλούσαν από τα λούκια των κτιρίων, ενώ τα κατάρτια των πλοίων ξεπερνούσαν τις στέγες και υψώνονταν στάζοντας κατά το σκοτεινό ουρανό.

Η Φουζάκο, θέλοντας να περάσει όσο πιο απαρατήρητη γινόταν, περίμενε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου παρακολουθώντας, μέσα από τα θαμπωμένα απ’ τη βροχή τζάμια του, τους άντρες του πληρώματος καθώς έβγαιναν ένας ένας από το ξύλινο κι ανεμόδαρτο παράπηγμα. Ο Ρουάγι, αφού χασομέρησε μια στιγμή στο κατώφλι για να σηκώσει το γιακά του ναυτικού του επενδύτη και να χώσει σχεδόν ως τα μάτια το πηλήκιό του, βγήκε στη βροχή κρατώντας στο χέρι του τον παλιό, κλεισμένο με φερμουάρ, σάκο του. Η Φουζάκο έστειλε τον οδηγό της, που πήγε τρέχοντας κατά τη μεριά του, και την άλλη κιόλας στιγμή ο Ρουάγι έπεσε κυριολεκτικά μες στ’ αυτοκίνητο σαν ογκώδης και μουσκεμένη απ’ τη βροχή αποσκευή.

- Το ‘ξερα, το ‘ξερα πως θα ‘ρχοσουν, είπε λαχανιαστά γραπώνοντας και με τα δυο του χέρια τους ώμους του γούνινου παλτού της Φουζάκο.

Τ μάγουλά του γυάλιζαν από τη βροχή – ή μήπως απ’ τα δάκρυα; – κι ήταν πολύ πιο ηλιοκαμένος, ενώ η Φουζάκο είχε χλομιάσει και μες στο μισοφωτισμένο αυτοκίνητο το πανιασμένο της πρόσωπο έφεγγε σαν ανοιχτό παράθυρο.

Γιούκιο Μίσιμα