Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

ΚΑΘΑΡΣΗ


“I have seen what I have seen”
Ezra Pound, Canto II

I

Μόλις ο ήλιος δύσει
και το σκοτάδι αρχίσει να μπαίνει αργά
μέσα από τα κλαδιά των δέντρων
μέσα από τους κήπους και τις αλέες
μέσα από τα στενά δρομάκια
και τ’ ανοιχτά παράθυρα

Μόλις ο ήλιος δύσει
την ώρα που εσύ στο καθιστικό σου
ανοίγεις την τηλεόραση
μόλις ο ήλιος δύσει
όταν τα παιδιά
ξαποσταίνουν απ’ τα παιχνίδια και το τρέξιμο
μόλις ο ήλιος δύσει
την ώρα που τα ερωτευμένα ζευγάρια
κάθονται στα παγκάκια του κήπου
κι ο κηπουρός ξαπλώνει στο γρασίδι

τότες
οι κλειδοκράτορες κι οι πολιτικοί
που ορκίστηκαν να μας προστατέψουν
τότες
οι γραφειοκράτες
που ανέλαβαν την ασφάλειά μας
και μας έκλεβαν
τότες
οι μπάτσοι που ανέλαβαν να μας φυλάνε
και μας έδερναν
τότες
που φωνάζαμε ελευθερία και δικαιοσύνη

τότες
τα γουρούνια που λέγονται εργοδότες
οι σκορπιοί που λέγονται τραπεζίτες
κι οι ληστές που λέγονται υπουργοί
με χαρτοφυλάκια ή χωρίς
για να κρύβουν τις παράνομες συμφωνίες τους

μόλις ο ήλιος δύσει
και το σκοτάδι αρχίσει να σέρνεται αργά

τότες
βγαίνουν στους δρόμους και τα στενά
τότες
βγαίνουν στις πλατείες και τα καφενεία

μαζί με τους κουκουλοφόρους του χάους
που μοιράζουν πρέζα σ’ ανήλικα παιδιά
τους αναρχικούς της δεκάρας
που τρώνε και χέζουν μολότοφ
τους μαφιόζους της διανόησης
που βουλιάζουν καθημερινά
στα σκατά του ναρκωμένου μυαλού τους

όλοι αυτοί
που τίποτε άλλο δεν κάνουν
από του να τους ανοίγουν το δρόμο

για να βγαίνουν
ελεύθεροι,
άνετοι,
χαμογελαστοί,
δήθεν για να μας γνωρίσουν
για να μας σφίξουν το χέρι
στο σκοτάδι που τους κρύβει
στο σκοτάδι που μπορούν να μας κλέβουν καλύτερα
στο σκοτάδι που μπορούν να μας κοροϊδεύουν καλύτερα
στο σκοτάδι που μας γαμούν χωρίς να το καταλαβαίνουμε

τότες
όλοι αυτοί
με ύπουλες υποσχέσεις
με τερτίπια
με ψέματα και δωροδοκίες
στρώνουν
το δρόμο της διαφθοράς και της προδοσίας
στρώνουν
το δρόμο της ασέλγειας και της πορνείας
στρώνουν
το δρόμο της καταστροφής μας.

II

Ήταν ένα μικρό παιδί
που πίστευε στα όνειρα
ήταν ένα μικρό παιδί
που όταν γυρνούσε από το σχολείο
καθόταν στον κήπο του
κάτω από την κληματαριά
κι έφτιαχνε σχέδια στο χαρτί
μ’ ένα μολύβι
χωρίς χρώματα

ήταν ένα μικρό παιδί
που πίστευε στα όνειρα
που σχεδίαζε τ’ άστρα και τον ουρανό
σ’ ένα χαρτί χωρίς χρώματα

κάποτε του δώσανε ένα κόκκινο μολύβι
και τα σχέδια πήραν όψη χαρούμενη
κι ο κήπος του γέμισε κόκκινα λουλούδια.

Ήταν ένας άντρας
που το πρωί φιλούσε τη γυναίκα και το παιδί του
ήταν ένας άντρας
που ξεκινούσε από το σπίτι του
για το γραφείο,
κι όταν το απόγευμα γυρνούσε
έκανε σχέδια με τη φαντασία του
έχτιζε ένα σπίτι με κήπο γεμάτο χρώματα
και κόκκινα, ολοκόκκινα λουλούδια

κάποτε τον έδιωξαν απ’ τη δουλειά
του πήραν τον κήπο με τα λουλούδια
του πήραν το σπίτι
του πήραν τη γυναίκα και το παιδί
του πήραν τα όνειρα και την αξιοπρέπεια

τώρα νεκρός στη μέση του δρόμου
ο κήπος καμένος
τα λουλούδια σκορπισμένα
πατημένα από μπάτσους και κουκουλοφόρους
το παιδί ορφανό
με κοιλιά πρησμένη
να ζητιανεύει από διεθνείς οργανώσεις
και γιατρούς χωρίς σύνορα
για ένα κομμάτι ψωμί
κι ένα σακάκι για το χειμώνα.

ΙΙΙ

Το χειμώνα η οικογένεια Γεωργιάδου
αγοράζει ξύλα για το εξοχικό της
τα παιδιά τους κάθονται μπροστά στο τζάκι
ο μικρότερος γιος παίζει μπριτζ
ο μεγαλύτερος πίνει ουίσκι malt με παγάκια
η έφηβη κόρη σνιφάρει, κρυμμένη στην τουαλέτα,
τα βράδια η οικογένεια Γεωργιάδου
κάθεται μπροστά στο τζάκι και συνομιλεί
ακούγοντας τη βροχή να πέφτει στα τζάμια

τις κραυγές λίγους δρόμους πιο κάτω
δεν τις ακούνε
τα βογγητά και τους πυροβολισμούς
δεν τ’ ακούνε
τους πληγωμένους και τους νεκρούς
δεν τους βλέπουν
καθισμένοι μπροστά στο τζάκι στο εξοχικό τους

η κυρία Γεωργιάδου βάζει πάγο στο μαρτίνι της
προσφέρει τσάι στα παιδιά της
και ανοίγει τα σκέλια της
όταν της το ζητά ο κύριος Γεωργιάδης
καθισμένος μπροστά στο τζάκι

τα ΜΑΤ ξέρουν να χτυπάνε στο κεφάλι
να κλωτσάνε στ’ αχαμνά
και να πυροβολούν νεαρά παιδιά
όταν αυτά τρέχουν να κρυφτούν

τα συγχαρητήρια και τα παράσημα της πολιτείας
δέχονται οι πολιτικοί και τα ΜΑΤ
κι εσύ να ζεις με τους εφιάλτες
να κοιμάσαι ντυμένος στον καναπέ
έτοιμος να βγεις στο δρόμο αν στο ζητήσουν

όταν όμως χρειάστηκε να βγεις
όλοι σώπαιναν
οι εργατοπατέρες και τα κόμματα σώπαιναν
οι σοσιαλίζοντες και οι μαρξίζοντες σώπαιναν
οι σταλινιστές και οι ανανεωτικοί σώπαιναν
οι αναρχίζοντες και οι ψευτο-αντιεξουασιαστές σώπαιναν
η οικογένεια Γεωργιάδου
καθισμένη μπροστά στο τζάκι της σώπαινε.

Όλοι σώπαιναν.

Ποιος θα τους πιστέψει;
Ποιος θα τους φτύσει;
Ποιος θα τους γυρίσει την πλάτη;
Ποιος θα τους δέσει τα χέρια;
Ποιος θα τους καταδικάσει;
Να τους ανοίξει τα μάτια και τ’ αυτιά;
Να τους στήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα της λήθης;

Η κυρία Γεωργιάδου κλείνει τις κουρτίνες του εξοχικού
σβήνει τη φωτιά
για να κοιμάται ήσυχα η οικογένειά της
οι μπάτσοι φυλάνε την αυλή της
τις μετοχές στο χρηματοκιβώτιό της
τα πολυτελή της αυτοκίνητα
τη μαστουρωμένη κόρη που βάφει τα νύχια των ποδιών της
το μικρότερο γιο που αυνανίζεται μπροστά στο U-Tube
το μεγαλύτερο που πίνει το malt ουίσκι του
τον πατέρα που καπνίζει το πούρο του
για να αισθάνονται ασφαλείς στο σκοτάδι τους
για να κάθονται άνετοι στο καθιστικό τους
για να κλάνουν και να ρεύονται χωρίς να φοβούνται.

ΙV

Ήταν μια γυναίκα που πουλούσε το κορμί της
ήταν ένας άντρας που πουλούσε την εργασία του
ήταν ένα παιδί που πουλούσε τις γνώσεις του
ήταν ένα κορίτσι που πουλούσε την ομορφιά της

ενώ τα τρένα πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας πληγωμένους
ενώ τα λεωφορεία ξερνούσαν τους επιβάτες
ενώ τ’ αυτοκίνητα κουβαλούσαν την ανία και τους φόβους μας
καμιά φορά και την ανάσα μας
ήταν μια πολιτεία –
τελεία και παύλα.

Ήταν
Ήταν
Ήταν
Ήταν

Τώρα που είναι;
Θα μου πείτε;

Σας ρωτώ

το στόμα μου είναι κλειστό
τα μάτια μου μάτωσαν
τ’ αυτιά μου πονάνε

ήταν
ήσουν
ήμουν
Είμαστε
Πού είμαστε;
Πού πάμε;
Πού; πού; πού;
Οι ώρες χτυπάνε
χωρίς επιστροφή.

V

Ποιος θα σώσει
τη γη που προδώσαμε
τη γη που σκάψαμε
τη γη που φυτέψαμε
τη γη που ποτίσαμε

τη γη που μας τρέφει
τη γη που μας φροντίζει
τη γη που μας ντύνει
τη γη που μας σκεπάζει
τη γη που ιδρώσαμε να φτιάξουμε
ποιος θα τη σώσει;

Τη γη που ξεριζώσαμε
τη γη που κάψαμε
τη γη που εγκαταλείψαμε
τη γη που χωρίσαμε στα δυο
τη γη που γεμίσαμε με βόμβες
τη γη που ματώσαμε

τη γη τη δική σου
τη γη τη δική μου

τη δική μας γη

τη γη που κόψανε σε κόμματα
σοσιαλιστές
κομουνιστές
εθνικιστές
αναρχικοί
περιθωριακοί
κουλτουριάρηδες
και λούμπεν

τη γη που γεμίσαμε με απορρίμματα
τη γη που γεμίσαμε με βόθρους και σκατά
τη γη που γεμίσαμε με δηλητήριο

τη γη που αγαπήσαμε

αυτή τη γη ποιος θα τη σώσει;

Τώρα που βραδιάζει
κάθομαι στη βεράντα μέσα στο πράσινο
κι ακούω τη φωνή σου
που απλώνεται
παντού, σκορπώντας τη γαλήνη
τότες ξεχνώ τα πάντα
το βουητό
τις καταιγίδες
τους βομβαρδισμούς
το θάνατο των αθώων
τις φωνές που έρχονται από μακριά
από το Ιράκ
από τη Γάζα
από χωριά χωμένα στη λάσπη
και το θάνατο

τις φωνές που έρχονται από το διπλανό σπίτι
από το διπλανό δρόμο
από την Πλατεία Συντάγματος
από την πλατεία με τους μετανάστες
τις φωνές που έρχονται από παντού

στα βρόμικα νερά ξεχνώ τους ανθρώπους που βογκούν
που γίνονται θέαμα βρομερό
στα κανάλια άπληστων κερδοσκόπων
στα γραφεία πουλημένων πολιτικών
στους κάμπους βάρβαρων Δαρείων
που διψούν για αίμα
που διψούν για δόξα
που διψούν για θάνατο

τώρα κοντά σου
σαν το παιδί που κρύβεται στην ποδιά της γιαγιάς
αναζητώντας τη γλυκιά θαλπωρή
αναζητώ τη γαλήνη των φιλιών σου
αναζητώ την ηδονή του κορμιού σου
αναζητώ τη σιωπηλή ανατριχίλα του στήθους σου

ως τη στιγμή που μια κραυγή
μακρινή
απροσδιόριστη
επίμονη
ως τη στιγμή που η μνήμη ταξιδεύει
στο δρόμο με τα δηλητηριασμένα περιστέρια
στις πλατείες με τα ακρωτηριασμένα παιδιά
στη φουσκωμένη θάλασσα με τα μαυρισμένα πτώματα
στα ξεραμένα πηγάδια με τη δυσωδία του θανάτου

τότες η αφή σου στεγνώνει
το σώμα σου παγώνει
η φωνή σου χάνεται
η βεράντα σκοτεινιάζει
ο ήλιος γίνεται παρελθόν και με στοιχειώνει

ως πότε θα ξενυχτάμε με τον εφιάλτη
ως πότε οι άνθρωποι θα ψάχνουν
τη γη που πρόδωσαν
το νερό που αρνήθηκαν
τα δέντρα που έκαψαν
τα πουλιά που έδιωξαν
τη ζωή που σπατάλησαν

ως πότε;

Ήρθε η ώρα ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα
να φύγει η δυσοσμία
να διαλυθούν τα φαντάσματα
να διαλυθεί το σκοτάδι
να απαλύνει ο πόνος
να σκορπίσουν τα όρνια που μας κατασπαράζουν
να πέσουν οι μάσκες της υποκρισίας

οι έχιδνες που μας τρόμαζαν από παιδιά
ο μπαμπούλας που κρύβαμε κάτω από το κρεβάτι

να βροντοφωνάξουμε την οργή μας
την αηδία μας
την ανεξαρτησία μας

Πότε θα ξαναβγεί ο ήλιος;
ζεστός, αγνός
να καθαρίσει τη βρώμα και τη ντροπή

να καθαρίσει την πολιτεία
από λαοπλάνους πολιτικούς
από βρόμικους παπάδες
από κερδοσκόπους τραπεζίτες
από φαύλους εργοδότες
από ψεύτικους σωτήρες
από τους αρχιτέκτονες του μίσους,
από τους αρχιτέκτονες της πείνας και του θανάτου
από τους αρχιτέκτονες της καταστροφής
από τους αρχιτέκτονες του χάους

που μας κυβερνούσαν
τόσα χρόνια
τόσους αιώνες
πριν και μετά τον Χριστό

Πότε θα ξαναβγεί ο ήλιος
να γίνουμε ένα με το γείτονά μας
να γίνουμε ένα με τον εχθρό μας
να γίνουμε ένα με τα δέντρα
να γίνουμε ένα με τα ποτάμια και τα βουνά
να γίνουμε ένα με τη γη
να γίνουμε ένα με το Σύμπαν.

Πότε;

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Βερολίνο, Φεβρουάριος 2010 – Αθήνα, καλοκαίρι 2011

“το ποίημα που ακολουθεί ξεκίνησα να το γράφω τον Φεβροάυριο του 2010 στο Βερολίνο, εμπνευσμένο από τη δολοφονία του Αλέξη. Στη συνέχεια το δούλεψα μέχρι το καλοκαίρι του 2011.” Ν.Φ.Μ.