Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ


ΗΤΑΝ ΑΠΌ ΕΚΕΙΝΕΣ τις όμορφες και γοητευτικές κοπέλες, που ένα λάθος, θαρρείς, της μοίρας τις έριξε από γεννησιμιού τους σε κάποια μικροαστική οικογένεια. Δεν είχε προίκα, δεν προσδοκούσε κάποια κληρονομιά, ούτε και διάθετε κανέναν τρόπο για να τη γνωρίσει, να τη νιώσει, να την αγαπήσει και τελικά να την παντρευτεί κάποιος πλούσιος και εκλεκτός άντρας. Γι’ αυτό, δέχτηκε να παντρευτεί έναν υπαλληλάκο του Υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης.

Ήταν απλή, αφού δεν μπορούσε να στολίζεται, αλλά δυστυχισμένη καθότι κοινωνικά παραγκωνισμένη. Γιατί οι γυναίκες που δεν είναι από τζάκι έχουν γι’ αντιστάθμισμα την ομορφιά, τη χάρη και την γοητεία τους. Η έμφυτή τους λεπτότητα, η φυσική τους κομψότητα και η ευστροφία τους, όλ’ αυτά τις ανυψώνουν και κάνουν τις λαϊκές αυτές κοπέλες γυναίκες ισάξιες των πιο μεγάλων κυριών.

Υπέφερε συνεχώς καθώς ένιωθε γεννημένη για όλα τα φίνα και πολυτελή πράγματα. Υπέφερε για τη φτώχεια του σπιτιού τους, για τους γυμνούς τοίχους τους, τα φθαρμένα καθίσματα, τις άσχημες στόφες. Όλ’ αυτά, που μια άλλη γυναίκα της σειράς της ούτε που θα τα πρόσεχε καν, αυτήν τη βασάνιζαν και την έκαναν ν’ αγανακτεί. Έβλεπε τη νεαρή Βρετόνη που συγύριζε το νοικοκυριό της και μέσα της ξυπνούσαν ματαιωμένα όνειρα και τρελές επιθυμίες. Ονειρευόταν μέγαρα με αθόρυβους προθαλάμους, επενδυμένους με ανατολίτικες ταπετσαρίες, φωτισμένους με ψηλούς μπρούτζινους δαυλούς, και δυο μεγαλόσωμους λακέδες με περισκελίδες να κοιμούνται στις φαρδιές πολυθρόνες, ζαλισμένοι από τη βαριά ζέστη της θερμάστρας. Ονειρευόταν μεγάλα σαλόνια ντυμένα με στόφες από παλαιά μεταξωτά, με κομψά και καλαίσθητα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, και χαριτωμένα σαλονάκια, αρωματισμένα και ταιριαστά γι’ απογευματινά κουβεντολόγια με τους στενότερους φίλους, με τους ξακουστούς και περιζήτητους άντρες που την προσοχή τους όλες οι γυναίκες ποθούν και επιθυμούν.

Όταν το βράδυ καθόταν για να φάει στο στρογγυλό τραπέζι που ήταν στρωμένο με τριών ημερών τραπεζομάντιλο, απέναντι από τον άντρα της που ξεσκέπαζε τη σουπιέρα λέγοντας μ’ ευχαριστημένο ύφος: «Ω, τι βραστό! Δεν υπάρχει καλύτερο φαγητό απ’ αυτό!…» ονειρευόταν υπέροχα δείπνα, αστραφτερά ασημικά και ταπετσαρίες που καλύπτουν τους τοίχους με αρχαία πρόσωπα και παράξενα πτηνά μέσα σε δάση μαγικά۠۠· ονειρευόταν εκλεκτά εδέσματα σερβιρισμένα σε θαυμάσια σκεύη, φιλοφρονήσεις που ψιθυρίζονται από τους άντρες και γίνονται αποδεκτές από τις γυναίκες με αινιγματικά μειδιάματα, εξακολουθώντας να τρώνε το δείπνο τους από ροδαλό ψαχνό πέστροφας ή φτερούγες λιβαδοπέρδικας.

Εκείνη δεν είχε ούτε τουαλέτες, ούτε κοσμήματα, τίποτα. Όμως μόνο αυτά της άρεσαν. Ένιωθε πλασμένη γι’ αυτά. Ήθελε τόσο πολύ ν’ αρέσει, να την ποθούν, να είναι σαγηνευτική και περιζήτητη.

Είχε μια πλούσια φίλη, μια συμμαθήτριά της από τη σχολή των καλογραιών, που δεν ήθελε πια να πηγαίνει να τη βλέπει, γιατί υπέφερε πολύ όταν επέστρεφε στο σπίτι της. Κι έκλαιγε μέρες ολόκληρες μετά, από τον καημό της, από λύπη, απελπισία και θλίψη.

*

Ένα βράδυ, λοιπόν, ο άντρας της γύρισε σπίτι με ύφος θριαμβευτικό, κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο στο χέρι.

«Να και κάτι για σένα» της είπε.

Εκείνη έσκισε βιαστικά το χαρτί και τράβηξε από μέσα μια τυπωμένη προσκλητήρια κάρτα που έγραφε:


«Ο Υπουργός Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και η κυρία Ζωρζ Ραμποννώ έχουν την τιμήν να προσκαλέσουν τον κύριον και την κυρίαν Λουαζέλ όπως παραστούν εις την δεξίωσιν της 18ης Ιανουαρίου, ημέραν Δευτέραν, εις το υπουργικόν μέγαρον.»


Αντί όμως να ενθουσιαστεί, όπως ανέμενε ο άντρας της, πέταξε με αγανάκτηση την πρόσκληση στο τραπέζι μουρμουρίζοντας:

«Τί να το κάνω εγώ αυτό;»

«Μα, αγάπη μου, νόμιζα πως θα ευχαριστιόσουν. Δε βγαίνεις ποτέ κι είναι μια ευκαιρία αυτή, μια ωραία ευκαιρία. Κόπιασα πάρα πολύ για να εξασφαλίσω την πρόσκληση. Όλοι θέλουν μια τέτοια πρόσκληση, όλοι την επιδιώκουν, και δεν διατίθενται πολλές για τους υπαλλήλους. Θα δεις εκεί πέρα όλους τους επισήμους.»

Τον κοιτούσε εκνευρισμένη˙ και μη βαστώντας άλλο, είπε:

«Και σαν τί θέλεις να ρίξω πάνω μου για να πάω εκεί πέρα;»

Εκείνος δεν το είχε σκεφτεί και ψέλλισε:

«Μα το φόρεμα που βάζεις για να πας στο θέατρο. Μου φαίνεται πολύ καλό, εμένα…»

Βλέποντας όμως τη γυναίκα του να κλαίει, σώπασε κατάπληκτος, σαστισμένος. Δυο χοντρά δάκρυα κυλούσαν αργά από την άκρη των ματιών της προς το στόμα της. Της είπε τραυλίζοντας:

«Μα τί έχεις; Τί τρέχει;»

Εκείνη συγκράτησε ωστόσο τον πόνο της με μεγάλη προσπάθεια και απάντησε με ήρεμη φωνή, ενώ σκούπιζε τα υγρά της μάγουλα:

«Τίποτα. Μόνο να, δεν έχω βραδινή τουαλέτα, κι έτσι δε γίνεται να πάω σ’ αυτή τη γιορτή. Δώσε την πρόσκληση σε κανέναν συνάδελφό σου που η γυναίκα του θα είναι καλύτερα ντυμένη από μένα.»

Ο άντρας της είχε καταστεναχωρηθεί. Τελικά είπε:

«Κοίτα, Ματίλντ! Πόσο θα κόστιζε μια τουαλέτα για την περίσταση, που θα σου χρησίμευε και γι’ άλλες περιστάσεις; Κάτι πολύ απλό.»

Εκείνη έμεινε για λίγο σκεφτική, κάνοντας υπολογισμούς κι έχοντας κατά νουν το ποσό που θα μπορούσε να του ζητήσει χωρίς να πάρει κατηγορηματική άρνηση, ή ένα επιφώνημα σαστίσματος από τον φειδωλό αυτόν υπάλληλο που ήταν ο άντρας της. Τελικά απάντησε διστακτικά:

«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά θαρρώ πως με τετρακόσια φράγκα θα μπορούσα να τα καταφέρω.»

Ο Λουαζέλ χλώμιασε λίγο, επειδή είχε βάλει αυτό ακριβώς το ποσό στην άκρη για ν’ αγοράσει ένα ντουφέκι και να μπορεί έτσι να πηγαίνει κυνήγι το επόμενο καλοκαίρι, στην πεδιάδα της Ναντέρ, με κάτι φίλους του που πήγαιναν κι αυτοί εκεί τις Κυριακές για να σκοτώσουν κορυδαλλούς. Παρ’ όλ’ αυτά είπε:

«Ας είναι. Σου δίνω τετρακόσια φράγκα. Μόνο φρόντισε να πάρεις ένα ωραίο φόρεμα.»


*

Η μέρα της γιορτής πλησίαζε, και η κυρία Λουαζέλ έδειχνε λυπημένη, ανήσυχη, ταραγμένη. Η τουαλέτα της ήταν ωστόσο έτοιμη. Ένα βράδυ της είπε ο άντρας της:

«Τί έχεις; Εδώ και τρεις μέρες είσαι πολύ παράξενη.»

Κι εκείνη απάντησε:

«Με πειράζει που δεν έχω ούτε ένα κόσμημα να βάλω πάνω μου, ούτε ένα πετράδι, τίποτα. Όλοι θα με βλέπουν σαν παρακατιανή. Έτσι μου ’ρχεται να μην πάω στη δεξίωση.»

Ο άντρας της είπε:

«Θα βάλεις αληθινά λουλούδια. Είναι κάτι το πολύ σικ αυτή την εποχή. Με δέκα φράγκα θα βρεις δυο τρία υπέροχα τριαντάφυλλα.»

Η γυναίκα του όμως δεν πείστηκε:

«Όχι… δεν υπάρχει τίποτα πιο ταπεινωτικό από το να δείχνεις φτωχιά ανάμεσα σε πλούσιες γυναίκες.»

«Τι χαζή που είσαι!» αναφώνησε τότε ο άντρας της. «Πήγαινε να δεις τη φίλη σου, την κυρία Φορεστιέ, και ζήτησέ της να σου δανείσει κανένα κόσμημα. Είσαι αρκετά συνδεδεμένη μαζί της, ώστε να έχεις το θάρρος να το κάνεις.»

Εκείνη φώναξε χαρούμενη:

«Αλήθεια, δεν το ’χα σκεφτεί.»

Την επομένη πήγε στης φίλης της και της μίλησε γι αυτό που τη στενοχωρούσε.

Η κυρία Φορεστιέ άνοιξε την ντουλάπα της με τον καθρέφτη, πήρε από μέσα μια κασελίτσα, την έφερε στην κυρία Λουαζέλ, της την άνοιξε και της είπε:

«Διάλεξε, αγαπητή μου.»

Η κυρία Λουαζέλ είδε πρώτα κάτι βραχιόλια, ύστερα ένα μαργαριταρένιο κολιέ, έπειτα έναν βενετσιάνικο σταυρό, χρυσαφικά και υπέροχα κατεργασμένα πετράδια. Δοκίμαζε τα κοσμήματα μπρος στον καθρέφτη και δεν τ’ αποφάσιζε να τ’ αφήσει, να τα δώσει πίσω˙ κι όλο ρωτούσε:

«Δεν έχεις τίποτ’ άλλο;»

«Μα ναι, ψάξε. Δεν ξέρω τί μπορεί να σ’ αρέσει.»

Ξαφνικά ξετρύπωσε σε μια κασετίνα από μαύρο σατέν ένα εξαίσιο αδαμαντοκόλλητο περιδέραιο, και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει από ασυγκράτητη επιθυμία. Τα χέρια της έτρεμαν παίρνοντάς το από μέσα. Το κούμπωσε γύρω απ’ το λαιμό της, πάνω στο κλειστό φόρεμά της, κι έμεινε έκθαμβη να κοιτάζει τον εαυτό της. Ύστερα ρώτησε διστακτικά, γεμάτη αγωνία:

«Μπορείς να μου το δανείσεις αυτό; Μονάχα αυτό;»

«Μα και βέβαια.»

Η Ματίλντ αγκάλιασε τη φίλη της και τη φίλησε με παραφορά˙ κατόπιν έφυγε τρέχοντας με το θησαυρό της.


*

Τέλος έφτασε η μεγάλη μέρα. Στη γιορτή η κυρία Λουαζέλ είχε μεγάλη επιτυχία. Ήταν η ωραιότερη απ’ όλες, κομψή, χαριτωμένη, χαμογελαστή και ξετρελαμένη από τη χαρά της. Όλοι οι άντρες την κοίταζαν, ρωτούσαν να μάθουν το όνομά της και επεδίωκαν να τη γνωρίσουν. Όλοι οι σύμβουλοι του υπουργού ήθελαν να βαλσάρουν μαζί της. Ο ίδιος ο υπουργός την πρόσεξε.

Χόρευε με μέθη, με παραφορά, ζαλισμένη από την ευχαρίστηση, δίχως να νοιάζεται πια για τίποτα, απολαμβάνοντας το θρίαμβο της ομορφιάς της, τη δόξα της επιτυχίας της, μέσα σ’ ένα σύννεφο ευτυχίας φτιαγμένο απ’ όλα τα εγκώμια, όλες τις φιλοφρονήσεις, όλους τους πόθους που αφύπνιζε, απ’ αυτή την τόσο πλήρη και γλυκιά για τη γυναικεία ψυχή νίκη.

Έφυγε από τη δεξίωση γύρω στις τέσσερις το πρωί. Από τα μεσάνυχτα, ο άντρας της είχε αποκοιμηθεί σ’ ένα έρημο σαλονάκι μαζί με άλλους τρεις κυρίους, που οι γυναίκες τους διασκέδαζαν για τα καλά.

Της έριξε στους ώμους τα ρούχα που είχε φέρει για την έξοδο, ταπεινά ρούχα της καθημερινής ζωής που η ένδειά τους δεν ταίριαζε με την κομψότητα του βραδινού της φορέματος. Εκείνη το αισθάνθηκε και θέλησε να το βάλει στα πόδια για να μην τη δουν οι άλλες γυναίκες που τυλίγονταν με της ακριβές γούνες τους.

Ο Λουαζέλ την κρατούσε να μη βγει έξω:

«Περίμενε λιγάκι. Θα κρυολογήσεις έξω. Πάω να φέρω μιαν άμαξα.»

Εκείνη όμως δεν τον άκουγε, παρά κατέβαινε γοργά τη μεγάλη σκάλα. Σαν βρέθηκαν στο δρόμο, άρχισαν να ψάχνουν γι’ άμαξα, αφού δεν υπήρχε καμία εκεί κοντά, φωνάζοντας τους αμαξάδες που έβλεπαν να περνούν μακριά.

Απελπισμένοι, άρχισαν να κατηφορίζουν προς τον Σηκουάνα, τουρτουρίζοντας. Τελικά βρήκαν στην αποβάθρα του ποταμού ένα από κείνα τα νυχτόβια διθέσια αμάξια που συναντάς μονάχα τη νύχτα στο Παρίσι, σαν να ντρέπονται να βλέπει η μέρα την αθλιότητά τους.

Το αμάξι τους έφερε ώς την πόρτα τους, στην οδό Μαρτύρων, κι ανέβηκαν με θλίψη στο σπίτι τους. Γι’ αυτήν όλα είχαν τελειώσει, ενώ εκείνος σκεφτόταν ότι θα έπρεπε στις δέκα να βρίσκεται στο Υπουργείο.

Εκείνη έβγαλε μπρος στον καθρέφτη τα ρούχα που είχε ρίξει στους ώμους της για να θαυμάσει ακόμα μια φορά τον εαυτό της μες στη δόξα του. Έξαφνα όμως έμπηξε μια κραυγή. Δεν είχε πια το περιδέραιο στο λαιμό της.

Ο άντρας της, που είχε κιόλας μισοξεντυθεί, ρώτησε:

«Τί έπαθες;»

Εκείνη στράφηκε πανικόβλητη προς το μέρος του:

«Δεν… δεν έχω… δεν έχω πια το περιδέραιο της κυρίας Φορεστιέ.»

Ο άντρας της ανασηκώθηκε καταταραγμένος:

«Τί; Πώς;… Δεν είναι δυνατόν!»

Έψαξαν στις πτυχές του φορέματος, στις πτυχές του πανωφοριού, στις τσέπες, παντού. Δεν το βρήκαν πουθενά.

«Είσαι σίγουρη πως το είχες φεύγοντας απ’ το χορό;» τη ρώτησε τότε εκείνος.

«Ναι, το είχα αγγίξει πάνω μου στον προθάλαμο του Υπουργείου.»

«Μα, αν το είχες χάσει στο δρόμο, θα το είχαμε ακούσει να πέφτει. Πρέπει να βρίσκεται στο αμάξι.»

«Ναι, μπορεί. Κράτησες τον αριθμό του;»

«Όχι. Εσύ δεν τον είδες;»

«Όχι.»

Κοιτάζονταν μεταξύ τους εμβρόντητοι. Τελικά ο Λουαζέλ ξαναντύθηκε.

«Πάω να ξανακάνω όλη τη διαδρομή που κάναμε με τα πόδια μπας και το βρω» είπε.

Και βγήκε έξω. Εκείνη έμεινε φορώντας ακόμα τη βραδινή της τουαλέτα, μη βρίσκοντας τη δύναμη να πάει να πλαγιάσει, πεσμένη σε μια καρέκλα, δίχως ζωή και δίχως σκέψη.

Ο άντρας της επέστρεψε κατά τις επτά το πρωί. Δεν είχε βρει τίποτα.
Κατόπιν πήγε στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, στις εφημερίδες για τη δημοσίευση αμοιβής, στις εταιρείες εκμετάλλευσης μικρών αμαξών, παντού τελοσπάντων όπου τον έσπρωχνε η παραμικρότερη ελπίδα.

Εκείνη τον περίμενε όλη τη μέρα, στην ίδια κατάσταση παραζάλης μπροστά στη συμφορά που τους είχε βρει. Ο Λουαζέλ γύρισε το βράδυ, με πρόσωπο σκαμμένο, πελιδνό. Δεν είχε βρει τίποτα.

«Πρέπει να γράψεις στη φίλη σου ότι έσπασε το κούμπωμα στο περιδέραιό της και το έστειλες για επιδιόρθωση» της είπε. «Έτσι θα έχουμε όλον το χρόνο να βρούμε κάποια λύση.»

Κι εκείνη έγραψε ένα γράμμα που της υπαγόρευσε ο άντρας της.


*

Ύστερα από μία εβδομάδα είχαν χάσει κάθε ελπίδα. Ο Λουαζέλ, γερασμένος κατά πέντε χρόνια, το αποφάσισε:

«Πρέπει να φροντίσουμε ν’ αντικαταστήσουμε το κόσμημα.»

Την επομένη πήραν την κασετίνα του περιδέραιου και πήγαν στον κοσμηματοπώλη, που το όνομά του ήταν γραμμένο στο εσωτερικό της. Εκείνος συμβουλεύτηκε τα κατάστιχά του:

«Δεν το πούλησα εγώ, κυρία μου, το περιδέραιο. Θα πρέπει να έδωσα μονάχα την κοσμηματοθήκη.»

Τότε πήγαν από κοσμηματοπωλείο σε κοσμηματοπωλείο, αναζητώντας ένα περιδέραιο παρόμοιο με το άλλο, καταπώς το θυμόντουσαν, άρρωστοι κι οι δυο τους από τη στενοχώρια και την αγωνία.

Σ’ ένα κατάστημα στο Παλαί Ρουαγιάλ βρήκαν ένα διαμαντένιο κολιέ που τους φάνηκε απαράλλαχτο μ’ εκείνο που αναζητούσαν. Στοίχιζε σαράντα χιλιάδες φράγκα, αλλά θα τους το άφηναν για τριάντα έξι χιλιάδες.

Παρακάλεσαν λοιπόν τον κοσμηματοπώλη να μην το πουλήσει για τρεις μέρες και συμφώνησαν να τους το ξαναπάρει πίσω για τριάντα τέσσερις χιλιάδες φράγκα, αν μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη έβρισκαν το χαμένο περιδέραιο.

Ο Λουαζέλ είχε δεκαοκτώ χιλιάδες φράγκα που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Τα υπόλοιπα θα τα δανειζόταν.

Τα δανείστηκε, ζητώντας χίλια φράγκα από τον έναν, πεντακόσια από τον άλλον, πέντε λουδοβίκεια από δω, τρία λουδοβίκεια από κει. Υπέγραψε γραμμάτια, έβαλε ενέχυρα με καταστρεπτικούς όρους, κατέφυγε σε τοκογλύφους και σε κάθε λογής δανειστές. Υποθήκευσε ολόκληρο το τέλος της ύπαρξής του, διακινδύνευσε την υπογραφή του χωρίς να ξέρει αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει˙ και τρέμοντας από την αγωνία για το αύριο, από τη μελανή αθλιότητα που θα τον πλάκωνε, από την προοπτική όλων των υλικών στερήσεων και των ηθικών βασάνων, πήγε και πήρε το καινούργιο περιδέραιο, μετρώντας στο ταμείο του εμπόρου τριάντα έξι χιλιάδες φράγκα.

Άμα η κυρία Λουαζέλ επέστρεψε το περιδέραιο, η κυρία Φορεστιέ της είπε με ύφος στυφό:

«Θα ’πρεπε να μου το είχες φέρει νωρίτερα, γιατί μπορεί και να το χρειαζόμουν.»

Δεν άνοιξε την κοσμηματοθήκη, κάτι που το έτρεμε η φίλη της. Τί θα σκεφτόταν, αν αντιλαμβανόταν την αντικατάσταση του κοσμήματος; Δεν θα την είχε πάρει για κλέφτρα;


*

Η κυρία Λουαζέλ γνώρισε την απαίσια ζωή των απόρων. Το πήρε όμως απόφαση από την πρώτη στιγμή, ηρωικά. Έπρεπε να εξοφληθεί το τρομακτικό αυτό χρέος. Θα το εξοφλούσε. Έδιωξαν την υπηρέτρια, άλλαξαν σπίτι και νοίκιασαν μια σοφίτα.

Γνώρισε τη λάτρα του σπιτιού, τις μισητές αγγαρείες της κουζίνας. Έπλενε πιατικά, φθείροντας τα ροδαλά της νύχια στα λιγδιασμένα σκεύη και τον πάτο των κατσαρολικών. Μπουγάδιαζε τα βρόμικα εσώρουχα, τα πουκάμισα και τις πατσαβούρες, που τ’ άπλωνε στο σκοινί. Κάθε πρωί κατέβαζε τα σκουπίδια στο δρόμο και ανέβαζε το νερό, σταματώντας σε κάθε όροφο για να ξελαχανιάσει. Και, ντυμένη σαν γυναίκα του λαού, πήγαινε στον μανάβη, τον μπακάλη και τον χασάπη, με το καλάθι στο χέρι, κι έκανε παζάρια ενώ την έβριζαν οι έμποροι καθώς υπερασπιζόταν, δεκάρα τη δεκάρα, τα λιγοστά της χρήματα.

Κάθε μήνα έπρεπε να πληρώνουν γραμμάτια, να ζητούν παράταση για κάποια άλλα, να κερδίζουν χρόνο.

Ο άντρας της δούλευε και τ’ απογεύματα κρατώντας τα λογιστικά βιβλία κάποιου εμπόρου˙ τη νύχτα μάλιστα έκανε συχνά και τον αντιγραφέα κειμένων προς πέντε δεκάρες τη σελίδα.

Κι αυτή η ζωή κράτησε δέκα χρόνια.

Στα δέκα χρόνια πάνω, είχαν εξοφλήσει όλο το ποσό, τα πάντα – τους τοκογλύφους και τα πανωτόκια.

Η κυρία Λουαζέλ έδειχνε γρια πια. Είχε καταντήσει η χοντρή, τραχιά κι απότομη εκείνη γυναίκα που συναντούμε στα φτωχικά νοικοκυριά. Κακοχτενισμένη, με στραβοφορεμένες φούστες και πρησμένα χέρια, μιλούσε φωναχτά και σφουγγάριζε τα σανιδένια πατώματα ρίχνοντας κουβάδες το νερό. Πότε πότε όμως, όταν ο άντρας της ήταν στο γραφείο, καθόταν στο παράθυρο κι αναπολούσε την αλλοτινή εκείνη δεξίωση, τη χοροεσπερίδα εκείνη όπου είχε λάμψει με την ομορφιά της και την είχαν όλοι τόσο πολύ θαυμάσει.

Τί θα είχε συμβεί αν δεν είχε χάσει εκείνο το περιδέραιο; Ποιος ξέρει, ποιος το ξέρει; Τι παράξενη που είναι η ζωή, και τι άστατη! Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί ή να σωθεί!


*

Μια Κυριακή, λοιπόν, καθώς είχε βγει βόλτα στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων για να ξεκουραστεί από τις βαριές δουλειές όλης της εβδομάδας, διέκρινε ξαφνικά μια γυναίκα που είχε βγάλει περίπατο ένα παιδί. Ήταν η κυρία Φορεστιέ, πάντοτε νέα, πάντοτε ωραία και πάντοτε γοητευτική.

Η κυρία Λουαζέλ ταράχτηκε. Να πήγαινε να της μιλήσει; Ναι, βέβαια. Τώρα μάλιστα που είχε πληρώσει τα πάντα, θα της τα έλεγε όλα. Γιατί όχι;

Την πλησίασε:

«Καλημέρα, Ζαν.»

Η άλλη, καθώς δεν την αναγνώρισε, ψέλλισε, ξαφνιασμένη από την οικειότητα με την οποία της μίλησε εκείνη η μικροαστή:

«Μα… κυρία μου, μήπως… Μάλλον κάνετε λάθος.»

«Όχι, είμαι η Ματίλντ Λουαζέλ.»

Η φίλη της έμπηξε μια φωνή:

«Α, καλή μου Ματίλντ… Πόσο άλλαξες!»

«Ναι, πέρασα δύσκολες μέρες απ’ την τελευταία φορά που σε είδα, και πολλά βάσανα. Κι αυτό εξαιτίας σου!…»

«Εξαιτίας μου;… Γιατί;»

«Θυμάσαι εκείνο το διαμαντένιο περιδέραιο που μου είχες δανείσει για να πάω στη δεξίωση του Υπουργείου;»

«Ναι. Ε και λοιπόν;»

«Λοιπόν, το είχα χάσει.»

«Μα πώς; Αφού μου το επέστρεψες.»

«Σου επέστρεψα ένα άλλο που του έμοιαζε˙ και που εδώ και δέκα χρόνια το ξεπληρώναμε. Καταλαβαίνεις πως δεν ήταν εύκολο για μας που δεν είχαμε τίποτα… Τελοσπάντων, όλα τελείωσαν και είμαι κατευχαριστημένη.»

Η κυρία Φορεστιέ κοντοστάθηκε:

«Είπες πως αγόρασες ένα διαμαντένιο περιδέραιο για ν’ αντικαταστήσεις το δικό μου;»

«Ναι. Δεν τον είχες καταλάβει, ε; Έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους.»

Και χαμογέλασε με αφέλεια όλο ικανοποίηση και χαρά.

Κατασυγκινημένη, η κυρία Φορεστιέ της έπιασε τα δυο χέρια:

«Αχ, καημένη μου Ματίλντ! Μα το δικό μου ήταν ψεύτικο. Άξιζε το πολύ πεντακόσια φράγκα!…»


Το διήγημα του Γκι Ντε Μωπασσάν «La Parure / Το Περιδέραιο»,
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Gaulois, στις 17 Φεβρουαρίου 1884,
και την επόμενη χρονιά περιελήφθη στη συλλογή
Contes du jour et de la nuit / Διηγήματα της μέρας και της νύχτας