Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ;


Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου

Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλα τους, τα στέμματα τους, τις δάφνες τους, και τα ονόματα τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα».

…το φάντασμα ήταν μια γυναίκα που όταν άρχισα να την γνωρίζω καλύτερα της έδωσα το όνομα της ηρωίδας από ένα γνωστό ποίημα, ο Άγγελος του Σπιτιού. Αυτή ήταν που συνήθιζε να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο χαρτί όταν έγραφα κριτικές, αυτή ήταν που με ενοχλούσε, σπαταλούσε τον χρόνο μου και με βασάνιζε τόσο πολύ που στο τέλος τη σκότωσα. Εσείς που προέρχεστε από μια νεώτερη και πιο ευτυχισμένη γενιά μπορεί να μην την έχετε ακούσει, ίσως να μην γνωρίζετε τι εννοώ με το ποίημα ο Άγγελος του Σπιτιού. Θα σας την περιγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ. Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Απέραντα γοητευτική. Απεριόριστα ανιδιοτελής. Διακρινόταν για τον τρόπο που επέλυνε τα δύσκολα οικογενειακά προβλήματα. Θυσιαζόταν καθημερινά. Αν υπήρχε κοτόπουλο, έτρωγε το πόδι. Αν υπήρχε ρεύμα, εκεί θα καθόταν. Με λίγα λόγια, ήταν έτσι καμωμένη που ούτε δικές της απόψεις, ούτε δικές της επιθυμίες είχε, αλλά προτιμούσε πάντοτε να συμπάσχει και να ακολουθεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω από όλα, και αυτό δεν χρειάζεται να το αναφέρω, ήταν αγνή. Η αγνότητα της, ήταν το κύριο χάρισμα της, η συστολή της ήταν η μεγαλύτερη χάρη της. Εκείνες τις μέρες, τις τελευταίες μέρες της βασίλισσας Βικτωρίας, κάθε σπίτι είχε τον δικό του Άγγελο. Και όταν ήρθε η στιγμή να γράψω ήρθα αντιμέτωπη μ’ αυτή από τις πρώτες μου λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε στην σελίδα μου. Άκουσα το θρόισμα του φουστανιού της στο δωμάτιο. Για να είμαι πιο ακριβής, όταν πήρα στο χέρι την πένα για να γράψω την κριτική για το μυθιστόρημα κάποιου φημισμένου άντρα, αυτή γλίστρησε πίσω μου και ψιθύρισε. «Αγαπητή μου, εσύ είσαι μια νέα κοπέλα και γράφεις για ένα βιβλίο που έγραψε ένας άντρας. Να είσαι συμπονετική, τρυφερή, να κολακεύεις, να εξαπατάς, χρησιμοποίησε όλη τη δεξιοτεχνία σου και τα τεχνάσματα του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει πως έχεις τη δική σου σκέψη. Πάνω από όλα να είσαι αγνή». Και πήγε να κατευθύνει την πένα μου. Τώρα φέρνω στη μνήμη μου μια πράξη για την οποία επαινώ τον εαυτό μου, αν και ο έπαινος ανήκει σε κάποιον εξαιρετικό προγονό μου που μου κληροδότησε ένα συγκεκριμένο χρηματικό πόσο —ας πούμε πεντακόσιες λίρες τον χρόνο— έτσι δεν ήταν απαραίτητο για μένα να εξαρτώμαι αποκλειστικά από τη γοητεία μου για την επιβίωση μου. Στράφηκα και την άρπαξα από τον λαιμό. Έκανα ότι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν επρόκειτο να δικαστώ για αυτό, θα ήταν ότι βρισκόμουνα σε άμυνα. Αν δεν τη σκότωνα εγώ θα με σκότωνε εκείνη.

Το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια της κοπέλας. Η φαντασίωση της απομακρύνθηκε. Έψαχνε να βρει τις λίμνες και τα βάθη όπου κοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια κι εκεί κάτι έσπασε. Και έγινε μια έκρηξη. Υπήρχαν αφροί και σύγχυση. Η φαντασία της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Η κοπέλα ξύπνησε από το όνειρό της. Βρισκόταν πράγματι σε μια κατάσταση έντονης και οδυνηρής αγωνίας. Και για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, είχε σκεφτεί κάτι σχετικό με το σώμα, κάτι για τον πόθο που ήταν ανάρμοστο για να εκφραστεί από μια γυναίκα. Οι άντρες, την προειδοποιούσε η λογική της, θα την αποδοκίμαζαν. Η συνειδητοποίηση του πως θα χαρακτήριζαν οι άντρες μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της, την έβγαλε από την αφηρημένη κατάσταση του δημιουργού. Δεν μπορούσε πια να γράψει. Η έκσταση τελείωσε. Η φαντασία της δεν λειτουργούσε πια. Αυτή πιστεύω πως είναι μια πάρα πολύ συνηθι­σμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς. Εμποδίζονται από τον ακραίο συντηρητισμό του άλλου φύλου. Διότι αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλη ελευθερία σ’ αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν κατανοούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική σκληρότητα με την οποία καταδικάζουν τέτοιου είδους ελευθερία στις γυναίκες.

Έτσι λοιπόν εμείς —οι άνθρωποι— επιμένουμε πως το σώμα πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή. Αφαιρούμε τα αυτιά και τα μάτια και την κρατούμε εκεί, με ένα μπουκάλι φάρμακο, μια κούπα τσάι, μια τρεμάμενη φωτιά που σιγοσβήνει σαν μια κουρούνα στην πόρτα του στάβλου. Μια κουρούνα που επιμένει να ζει παρ’ ότι πληγωμένη.

από το βιβλίο Virginia Woolf, Δοκίμια, εκδ. Scripta, 1999
Τρίτη, 18 Μαρτίου 1941
Αγαπημένε
Έχω τη βεβαιότητα πως παραφρονώ ξανά. Νιώθω ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε κι άλλες από αυτές τις δεινές ώρες. Και δεν θα γιατρευτώ αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι, κάνω αυτό που μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο. Μού ‘δωσες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι κανείς. Δεν πίστευα ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω κι άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να εργασθείς. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις ούτε κι αυτό το γράμμα δεν μπορώ να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σου οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου. Υπήρξες άκρως υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να το δηλώσω αυτό – όλοι το ξέρουν. Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου καταστρέφω κι άλλο τη ζωή.
Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς.
Β.

Η Virginia Woolf (1882-1941) έπεσεστις 28 Mαρτίου, στον ποταμό Ουζ, στο Ρόντμελ
του Σάσσεξ, έχοντας γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες.