3 Απριλίου.
Ένα ωραίο βραδάκι ήταν σήμερα όταν αφίνοντας το βιβλίο, όχι με τη συνηθισμένη μου διάθεσι, βγήκα λίγο. Κάτι γράμματα επήρα από το γραφείο μου και μετά έναν περίπατο κάτω από τη σελήνη, γύριζα σπίτι πεζή. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά και ζωηρά. Μια νοσταλγία γέμιζε τη ψυχή μου. Τι είχα; Κάτι ποθούσα, κάτι αόριστο μα που από στιγμή σε στιγμή μου παρουσιάζετο πειο καθωρισμένο. Νεαρά ζευγάρια ερωτευμένων περνούσαν από μπρος μου, κομψές σιλουέττες νεαρών κυριών, με ευγενείς φυσιογνωμίες με διάφορα εκφραστικά μάτια και σε κάθε τέτοια εμφάνισι ένας στεναγμός ανέβαινε στα χείλια μου.
Δεν βαστώ πλέον να υποφέρω για κάτι χαμένο, εσκεπτόμουν. Δεν βαστώ πλέον. Μου λείπει μια καρδιά που να πονή για μένα. Είνε τόσο ώμορφο βραδάκι και σε λίγα λεπτά θα κλειστώ στο σκοτεινό δωμάτιό μου. Τι θέλετε; δεν βαστώ πλέον, αν ένας διαβάτης σταματήση μπρος μου και μου δώση την καρδιά του μ’ έναν ώμορφο λόγο, θα φύγω μαζί του. Θα απολαύσω την αγάπη και ας πεθάνω αυτή τη βραδυά. Τη σκέψη μου αυτή που μου άνοιξε παλάτια μπρος μου, διέκοψε ένα κανονικό αλλά ζωηρό βάδισμα πίσω μου ένα μέτρο. Πέρασαν δέκα λεπτά που το άκουα στην ίδια απόστασι με τον ίδιο ρυθμό που περπατούσα κι’ εγώ. Δεν εγύριζα πίσω μου να ιδώ αλλά και αυτό δεν άλλαζε. Άλλαξα πεζοδρόμιο αλλά δεν άργησε έπειτα από λίγα λεπτά να ακουσθεί πάλι ακριβώς πίσω μου το ίδιο βάδισμα.
Γεμάτη έκπληξη, άφηνα την εξημμένη φαντασία μου να φτιάνη σκηνές και εικόνες! Ένας ιππότης υψηλός, λεπτός με ζωηρά εκφραστικά μάτια σταματούσε μπρος μου όταν οι διαβάτες θα αραίωναν και με ρωτούσε με ύφος διακριτικό “πως με λένε…”. Εζύγωνα σπίτι μου, το βήμα εξακολουθούσε πίσω μου πειο αργό. – Τι δειλός! – εσκεπτόμουν. Προσεποιήθηκα ότι θα έδενα την κορδέλλα στο γοβάκι μου κι’ έσκυψα. Επέρασε μια σκιά απ’ εμπρός μου… ω θεοί αιώνιοι!!… παρ’ ολίγο θα έπεφτα χάμω! Ένας ψηλός γέρος με μακρυά γενιάδα κι’ ένα ζεμπίλι με εργαλεία στα χέρια περπατούσε καμπουριασμένος! Τι όνειρο!
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)