Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

16 ΒΟΥΒΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


1
Συμβαινει με τους κακομαθημενους κομητες
δεν μπορουν να σηκωσουν τα ματια τους
δεν μπορουν να θυμηθουν την τροχια τους
βρισκονται παντα εκει που δεν πρεπει
με τις αστειες ουρες τους
αναστατωνουν το νομιμο συμπαν
Γ.Αγγελακας
Άλλαξε το έτος, αλλά δεν άλλαξαν οι συνήθειες μου
Kάθε βράδυ γυρνώντας σπίτι
ανεβαίνω σκάλες, αμέτρητες σκάλες,
τόσες που πλαγιάζω
κατάκοπος να κοιμηθώ, με μιά μέση πιασμένη
και πόδια μαραθονοδρόμου που κατέρευσε στα μισά του δρόμου.
Και κάθε πρωί έχω την ίδια απορία:
πως γίνεται να ξυπνώ μέσα σ’ ένα υπόγειο;
Και κάθε πρωί ‘έχω την ίδια απορία
Πως γίνεται να ξυπνώ μέσα στην ελπίδα
Για να ζήσω μια μέρα μέσα στην απελπισία;
Και προσπαθώ να καταλάβω για πιό λόγο γιορτάσαμε τον ερχομό ενός χρόνου
Που απ΄ότι φαίνεται δεν θα είναι και πολύ καλύτερος
Απ΄αυτόν που έφυγε ενώ όλοι τον καταριόμασταν
Και προσπαθώ να καταλάβω πως εώ συμβαίνει ότι συμβαίνει γύρω μας
Ξυπνάμε όλοι το πρωί και κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα
Σαν όλα να πηγαίνουν καλά
Σαν όλα ότι θα πάνε καλύτερα
2
Θεε του μισου και της χαμενης επιστροφης
μπορω να δανειστω τα δυο σου ξυλοποδαρα;
Αν το κεφαλι σου ειναι ενας ευφλεκτος πλανητης
μπορω να σ’αγαπησω για λιγο;
Γ.Αγγελακας
3.030.000 άνθρωποι ζούνε πιά
με κάτω από 7.000 ευρώ το χρόνο,
ήτοι με περίπου 600 ευρώ τον μήνα
30.000 άνθρωποι ζούνε με συσίτια ελέους
35.000 άνθρωποι κοιμούνται σε παγκάκια
Ο χορός της ευφορίας λύγισε τα σώματα
Και περπάταμε όλοι σε μια παγωμένη θάλασσα
Όπου είναι ζήτημα λεπτών, να σπάσει ο πάγος
Και να χαθούμε όλοι στα σκοτεινά νερά
Η πολιτεία κοιμήθηκε για πάντα
Και το βουερό της ροχαλητό
Μας έριξε όλους στο κενό
Και κανείς δεν δείχνει να ενοχλείται
Κανείς δεν νοιάζεται
Μοιάζουμε όλοι σαν επιβάτες ενός πλοίου
Την ώρα που βουλιάζει
Ενώ η ορχήστρα παίζει
Εμβατήρια γάμων και χαράς
Η ζωή, η πραγματική ζωή,
ανηφόρησε δυσπρόσιτες βουνοπλαγιές
Κι εμείς ξάχνουμε λόγια παρήγορα
Για το αυτοκίνητο που τρέχει
Για τις διακοπές που θυμόμαστε
Για τις εποχές της ευμάριας
Που τόσο γρήγορα επιθυμήσαμε
Το ραδιόφωνο και οι μουσικές
Τα βιβλία και τα ποιήματα
Οι φίλοι και οι φωτογραφίες
Αποδεικνύονται πια περιουσιακά στοιχεία
Δεν θέλω να βλέπω όσα βλέπω κάθε μέρα
Κάρφωσα το βλέμμα μου στ’ αστέρια κι είδα
Πόσο χαρωπή είναι η ψυχή μου
Τώρα που αποθαίνει η ψυχή μου
Μετά των ομοφύλων μου…
3
Αυτα τα πραγματα που τοσο καλα διαφυλασσουμε
δεν εχουν καμια σχεση με μας,
και τα ανεχομαστε
λογω ανίας ή φοβου ή χρηματων
ή λογω ελλειψης ευφυίας΄
ο κυκλος μας και το καντηλι του φωτος μας
ειναι περιορισμενα,
περιορισμενα τοσο που δεν γινεται να το ανεχτουμε,
ορθωνομαστε με καποια Ιδεα
και χανουμε το Κεντρο:
ενα κερι χωρις φυτιλι,
και παρατηρουμε ονοματα που καποτε σημαιναν σοφια,
σαν πινακιδες σε ερειπωμενες πολεις,
και μονο οι ταφοι ειναι αληθινοι.
Τσαρλς Μπουκοβσκι
Άλλαξε μια ακόμα χρονιά
Όμως δεν αλλάξαμε εμείς
Αυτός ο άνθρωπος είναι για ετούτον τον άνθρωπο.
Όπως το μαρμαρωμένο άγαλμα για το νερό,
ο αέρας για το απλωμένο ρούχο
Τα σώματά τους είναι χώμα και νερό
Χώμα και νερό όλη η πατρίδα μας
Βουνά και κάμποι
Κι ασπρα εκκλησάκια στα νησιά
Έτσι τη ζήσαμε
Έτσι τη μάθαμε
Έτσι την αγαπήσαμε:
σαν τον αέρα που έσκισε το ρούχο,
σαν πέτρα φαγωμένη απ’ το νερό.
Κι αν άλλαξε η χρόνια
ο κόσμος μας παραμένει.
Άκαρπος όμως κάθε πρωί
βρίσκει το χώμα άγονο και στεγνό
Και μάταια
Λίγη τύχη
Μια σταθερή δουλειά
Ένα χαμόγελο από καρδιάς
Μια αξιοπρεπή καλημέρα
Περιμένει
Και περιμένει
Και Θα περιμένει
4
Βλέπω κάθε μερα συνομίληκες μου
Άντρες με ριγέ πουκάμισο
Η στενά φθηνά πουλόβερ
Με ασπρόμαυρα φωτοστέφανα των πενήντα
Άντρες λυπημένοι
όταν σκύβουν στο άνοιγμα της πόρτας
Άντρες έφηβοι που αρνούνται να μεγαλώσουν
με άνισο βάρος του Θεού στα σκέλια
Άντρες που κουβαλούν
το φόβο
τα τσιγάρα
την αβεβαιότητα
την ατολμία
την αποτυχία
και τη ζέστη του κορμιού τους
στη μέσα τσέπη του παλτού
Άντρες αλάτι όλη της γής
της πληγής
της σιγής
της φυγής
και μέσα στα μάτια όλων
εσένα που όρισαν
να ‘σαι γυναίκα
της μοίρας τους
ένα σπηνθηρας
ένας πορφύρας
μιας άδικης μοίρας
με άδοξο γήρας
5
Άλλο η σημαία στ’ άλμπουρο
κι άλλο το μαντήλι στην προβλήτα.
Άλλο φεύγω κι άλλο φευγω για πάντα.
Δεν σας κρυβω πως η φυγη στροβιλίζει για τα καλά στο μυαλό μου
Και η φυγή παίρνει πιά τη μορφη σωτηρίας
Εξιλέωσης
Θα φύγω καβάλα σ’ άλογο λέω στον ευατό μου
σαν λογοτεχνικός ήρωας.
Όμως όσο κι να το σκέφτομαι
Δεν φεύγω ποτέ.
Γι αυτό το λέω δημόσια
Να εκμυστηρευτώ μήπως και το ξορκίσω.
Η εκμυστήρευση είναι παραφωνία του μονόλογου
και δρόμος στενός
για να περάσει κι άλλος.
Και είναι ολίσθημα
γιατί σίγουρα ο άλλος
που θα προσπαθήσει να μπεί στον δρόμο σου
θα γλιστρήσει.
Και η εκμυστήρευση είναι άλλοθι
για κάθε σου αμαρτία
για κάθε σου παγίδα
που τόσο έντενα έστηνες μια ζωή στους άλλους
Γιατί ζήσαμε με τόσο λίγη αγάπη
Και τόσο περίσσια ζήλεια για κάθε πλησίον μας
Και τραφήκαμε με τη δυστυχία των άλλων
Από τα Δελτία ειδήσεων
Που τώρα που ήρθε η σειρά μας
Να γίνουμε το θέμα των επόμενων 5 λεπτών δυστυχίας
Δεν περισεύει σε κανέναν ένας καλός λόγος
Ένα δάκρι
Λίγη μόνο συμπάθεια…
6
Παράξενο.
Πολύ παράξενο.
Όταν μας είχαν κάνει μάθημα στο Δημοτικό
Τη Θυσία του Αβράαμ
Πέρασα για πού καιρό
Να ξυπνώ τη νύχτα με εφιάλτες.
Πέρασαν τόσα χρόνια
κι ακόμα στους εφιάλτες μου
βλέπω πότε τον πατέρα μου
και πότε τη μητέρα μου
να με θυσιάζει σαν τον Ισαάκ.
Στο απάτητο χιόνι.
Τελευταία βλέπω να με θυσιάζουν
Ο αστυφύλακας
Ο ταχυδρόμος
Ο εφοριακός
Ο τραπεζικός
Ο συνδικαλιστής
Ο ευτραφής πολιτικος
Θα γίνω άγγελος κακός,
αλλά λυπηθείτε με.
Όσους θανάτους μου
Και να σας αναγγείλω
Όσες ζωές μου κι αν σας χαρίσω
Δεν ξαναστέκεται στα πόδια αυτή η παράγκα
Που χτίσαμε ένα βράδι αυθαίρετα
σε όμορφη παραλία
Με ξύλα κι άχυρα και λάσπη
Και που στον πρώτο αγέρα
Ξηλώθηκε και σκορπίστηκε
Και πήγε καταδιάλου όλη η ζωή μας
7
Όλες αυτές τις μέρες κοιμόμουν
Ύπνο βαθύ να μη νοιώθω
Την ελαφρότητα των εορτών
Την αδικαιολόγητη χαρά των παιδιών
Που έλεγαν άψυχα τα κάλαντα
Τα όνειρά μου
Οι εφιάλτες μου
Γιορτινοί εφιάλτες στολισμένοι
μνήμες πτήσεων
μνήμες της ζέστης
μνήμες της απώλειας
μνήμες του θρήνου
και του ολέθρου
κάποιος μου έφερε σαν δώρο στη γιορτή μου
μια μεγάλη βεντάλια από τη Πολυνησία
όλη νύχτα τη χάζευα
τι να τη κάνεις μια βεντάλια
σε εποχή με παγετώνες;
αφήνεις κάτω τη βεντάλια
κι ο αγέρας αργοπεθαίνει
μέσα μας
στο λίγο χώρο που έχουν αφήσει
τα τσιγάρα, στα πνευμόνια μας
Τα όνειρά μου
σκόνη από την εποχή
του ματιού
που η γιαγιά μου με ξεμάτιαζε
με αλάτι και νερό
μνήμες σοφίας
σ’ ένα καράβι πυκνό
τότε που οι πατάτες τηγανητές
έμοιαζαν σαν το πιο πλούσιο γεύμα
και μια φέτα ψωμί με λίγο γάλα
η νοστιμιά όλου του κόσμου
χάσαμε τον μπούσουλα πατριώτη
μας έπνιψαν τα πιο ασήμαντα
στη θάλασσα
που αργοσαλεύει
μέσα μας
κι έχει όνομα
και τη λένε απληστεία
κι απάνθρωπη και σιχαμενη
καταπίνει ψυχές
κι όνειρα
8
Και είδα κι άλλα όνειρα αυτές τις μέρες
Είδα όταν φλογισμένος
από αλάνες
έστριβες μαβιές κορδέλες τη φωνή σου
κι ιχνηλατούσες τα όρια της εφηβείας μας
σε πήλινες κολώνες την αφή σου
νωπός ακόμα από ψυχή
κι ανίδεος από βήματα αστερισμών
πλάσμα αμμωνίας γητεμένο στα κρόταλα
σε θεωρίες βοσκοτόπων νοτισμένος
δαπάνη των χλωρών βυθών, ο κόσμος, έλεγες
και πίστευες ότι μια μέρα
όλος αυτός ο κόσμος θα χώραγε
μές στη σφιχτή σου χούφτα
κι όλον θα τον κέρδιζες
θα τον κυρίευες
θα τον αποκτούσες
και έμοιαζες μες στο όνειρο
τόσο χαζός
τόσο μα τόσο γελοίος
που και το όνειρο
γινότανε ολότελα ανατριχιαστικό
τόση αφέλεια δεν συγχωρείται
ούτε σε ένα μικρό παιδί..
9
Και είδα ακόμα
Λίγα φίδια
Να με τριγυρίζουν
Να με τυλίγουν
Να με παγιδεύουν
Να με σφίγγουν
Και να φορούν
ένα κίτρινο λουλούδι στο πέτο τους.
Θα ήταν άσχημο σκέφτηκα,
να μην είχαν ούτε κι αυτό.
Θα φαινόταν ότι το δηλητήριό τους
στάζει στα χείλη τους
και μας το προσφέρουν
να το πιούμε.
Κι εμείς νομίζουμε ότι αυτό
Είναι τάχα καλοσύνη.
Τώρα δαγκώνουν φανερά
τα γυμνά κορμιά μας.
κι ο ήλιος
πέφτει πάνω στα στιλπνά
στιλβωμένα δόντια τους
και κάνει το δηλητήριο πιο καυτό.
Κι ανύμποροι να αντιδράσουμε
Μας φαίνεται σαν δροσερό νερό
Και το ρουφάμε διψασμένοι
Και έτσι έγιναν
Και οι μέρες και οι νύχτες μας
Ολόκληρα χρόνια
Είτε αρχίζουν
Από 1900
Είτε από 2000
Να στάζουν δηλητήριο
Και να έχουν πικρή γεύση
10
Μ’ αρέσει να κοιτάζομαι στον καθρέφτη όταν κλαίω γιατί δεν βλέπω εμένα. Βλέπω μπροστά μου κάτι νερουλό, μια μάζα υγρού που τρεμουλιάζει και καίγεται, άχρωμη και μαύρη. Κι εκεί που λες τώρα θα πέσει, θα χυθεί, θα σκορπιστεί σε σταγονίδια, μένει εκεί και συνεχίζεις να κοιτάζεσαι. Στο βάθος μοιάζει σαν πρόσωπο όμως δεν είναι. Σαν να κρατιέται από κάπου και να κατεβαίνει, απλώς να κατεβαίνει αργά με σπασμωδικές και σταθερά μικρές κινήσεις που σε τραβάνε κι εσένα προς τα κάτω. Αυτές τις γιορτές κατάλαβα επιτέλους το λάθος μου…
Δεν κοιταζόμουν μπροστά σε καθρέφτη
Σε μια ανοικτή τηλεόραση κοιταζόμουν όλα αυτά τα χρόνια
Σε μια τηλεόραση, που έμοιαζε με καθρέφτης,
Κι όλα εκεί έπαιρναν παράξενα σχήματα
Και με τρόμαζαν
Και με παραπλανούσαν
Και με σκότωναν
Ωρα τη ώρα
Μέρα τη μέρα
11
Ενα βράδι όπου όλοι περίμεναν
Να γίνει η ώρα 12
Μ’ ένα επιφώνημα
πρόδωσα τη σιωπή
που τύλιγα όλη μου τη περιουσία.
Σε μια παρένθεση έκλεισα
Όλα μου τα πάθη
Τοιυς έρωτες
τη προσωρινότητα που είμαι.
Με αποσιωπητικά ζωγράφισα τα όνειρα
που σε έβαλα να παίξεις.
Έφυγα μ’ ένα ερωτηματικό,
κι όταν κανείς δεν μπορούσε
να με δει
πέταξα την τελεία μακριά
και με το κόμμα μετέθεσα
κι αυτό το βράδι δεν είπα
ούτε στον πατέρα μου
ούτε στην μητέρα μου
ούτε σε εσένα πόσο σας αγαπώ
μια ακόμα αλήθεια
στα αζήτητα
ματαια θα περιμένει
εις τους αιώνες των αιώνων
12
Το όραμα της φλόγας πυρακτώνει τις σάρκες που ζητούν
Μέσ’ την μαγεία της να φαίνει
Ό,τι ποτέ δεν θα φανεί.
Όλοι ζητάνε λίγη τύχη, ένα ερωτα, πολλά χρήματα
Κοινότυπες ευχές και χρόνια πολλά
Και πολύ ευτυχία να σκορπίζει στον αέρα
Μαζί με τη άσπρη σκόνη των γλυκών.
Άλλη μια φορά θα σμίξουν τα σώματα
Άλλη μια φορά θα σβύσουν τα φώτα
Άλλη μια φορά θα φιληθούν μεταξύ τυς
Άλλη μια φορά θ’ αποσυντεθούν μέσ’ στον ανελέητο χρόνο
Αυτού που παραμένει αδάμαστος
Σκληρός με τα ζωντανά όντα της φύσης
Δολοφόνος της ομορφιάς, κάθε είδους
ευχές ερμαφρόδιτες
Αρσενικές μέσ’ στο περίγραμμα του θηλυκού
Θηλυκές συγχωνευμένες στο γέμισμα του αρσενικού
Ευχές πολλές
ελλειπείς, διάτρητες
Μια ευχή όλο κι όλο
Μια ευχή σαν ένα μεγάλο τίποτα ή ίσως και κάτι πιο λίγο
Ελάχιστο
Πάνω απ’ τα σώματα ενός νεκρού χρόνου
13
Αυτη τη Πρωτοχρονιά
Μπροστά στο τζάκι ο πατέρας μου κι εγώ
Μεθύσαμε απελπισμένα,
Τραγουδώντας ποιήματα του παπού μου
Αυτη τη Πρωτοχρονια πρόσεξα
Ότι μοιάζουμε πολύ με τον πατέρα μου
Ο τρόπος που κινούμε τα χέρια μας
είναι ο ίδιος.
Την τροφή μας τη μασάμε για πολλή ώρα
και μετά τη φτύνουμε
γιατί φοβόμαστε και οι δύο
πως δεν θα χωνέψουμε εύκολα.
Η μητέρα μου καμιά φορά γελάει και μας πειράζει.
Κολλάει φυλλαράκια από παλιές ημερομηνίες
πάνω στα χέρια και στα πόδια μας
και διαβάζει τα ποιηματάκια από πίσω
Λέει με τη δυνατή φωνή της
τραγούδια ακατανόητα
γεμάτα αθωότητα που ανατριχιάζει.
Κάθε βράδυ προσεύχεται για μας
μπροστά σε θλιμμένα εικονίσματα
και εμείς γελάμε και τη πειράζουμε
Η επιδερμίδα ττης μοσχομυρίζει.
Εμείς πάντως
Ο πατέρας μου κι εγώ
στις χαμηλές μας πτήσεις
βρωμάμε θάνατο
φοβερό πράγμα η κληρονομικότητα
14
Αυτη η φοβερή μητέρα μου
Πάλι μου έβαλε τις φωνές:
- Πώς ήρθες έτσι σε γιορτή!
πού είναι κείνα τα καλά
τα γιορτινά σου ρούχα
που αγόρασες για τέτοιες περιπτώσεις
θυμωμένη στέκομαι και σε μαλώνω
- Πώς ήρθες έτσι σε γιορτή!
Με μώλωπες στο σώμα
να τους αλείψω να μη φέγγουν έτσι
πλύνε τα χέρια σου γρήγορα
οι πινελιές του αίματος δε βγαίνουν με ευκολία
πήγαινε στο λουτρό
τρέχα, κίνα
θα στέκομαι λέγοντας
αλληλούια, αλληλούια
το φόβο να μερέψω απ’ την πολυκοσμία
μια φέτα αλληλούια θα αλείψω
κι όταν τελειώσεις με την πλύση
θά ΄ρθουν
θα δέσουν τις πληγές
Αυτή η φοβερή μητέρα μου
Πάλι μου έβαλε τις φωνές :
- Μην πας έτσι σε γιορτή
βάλε της μάσκας το γερό σκαρί
που αντέχει στα πολλά μποφόρ
της γλώσσας, της κακίας και της ζήλειας
αυτού του κόσμου.
Αχ αυτή η φοβερή μητέρα μου
Για όλα φροντίζει
Όλα τα προλαβαίνει
Όλα τα σώζει
Ακόμα και τη ταραγμένη μελαγχολία μου
15
Όλο το βράδι της πρωτοχρονιάς
ο πατέρας μου κι εγώ
Παίξαμε ένα αλλόκοτο παιγνίδι
Πετάγαμε τους καθρέφτες
στο κρεβάτι
και δε έσπαζαν.
Πέφταμε από πάνω τους
Το κορμί μας μαζί
Να πιέζει
σπρώχνει βαθιά
τις πλανώμενες μορφές μας.
Και επιμέναμε
Ξανά και ξανά.
Λες και θα μπορούσαμε
να γεννηθούμε πάλι
χωρίς είδωλο,
χωρίς ίχνος
χωρίς τη πραμικρή απόδειξη
αόρατοι
σαν να μη υπήρξαμε ποτέ
ούτε πρίν
ούτε τώρα
ούτε στο μέλλον.
16
Στο τέλος το πήρα απόφαση
Εάν το ν’ ανήκω κατάφωτα κάπου
σημαίνει:
τόσα λόγια κι έργα
γενιών και γενιών
λόγια του αέρα
τότε
γύρω από τα χείλη
ας βάψω με χρώμα
τη μορφή σου
-νύχτα, βαθιά θα μεγαλώνει
Καθώς θα τραγουδώ
αχ, να σε κρατούσα
λέω
απαλά
εκεί, όπου γιγαντιαία τα πέπλα των Ερώτων
μετακινούνται προς το κύμα
μιας γαλήνιας θαλασσας
αερόστατο
πάντοτε
θα σ’ αγαπώ
μυστικά
αργά
στην κουπαστή
μέσα, που λύνω τα πόδια μου
αχ
ωκεανού
επτά φορές σφραγισμένο το βάθος!
Κι έτσι αυτή τη πρωτοχρονιά
Είπα στον ευατό μου
Και σε όλο τον κόσμο την αλήθεια
Κι ας μη με πίστεψε κανείς
Πως η χρονιά που ξεκίνησε
Δεν είναι το 2012
Αλλά το άπειρο έτος 2.012.000.000
Λίγο πριν οι παγετώνες σκεπάσουν
Όσα ξέρουμε
Αλλά κι όσα μαντεύουμε
αερόστατο
πάντοτε
θα σ’ αγαπώ
μυστικά
αργά