Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ΔΙΑΒΟΛΕ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ


Εχθρέ του γένους μου
πολέμιε της σωτηρίας μου,
με ρωτάς ως πότε θα υπομένω τον κόπο,
τον εξευτελισμό, την δοκιμασία;
Σου αποκρίνομαι:
Ώσπου να δει ο Ήλιος την ταπείνωση μου
… και την μεταμέλειά μου,
και να συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες μου
ώσπου να μ’ ελευθερώσει, όπως τη χήρα
από σένα, τον αντίδικο μου.
Δεν ξέρεις, εξάλλου, διάβολε,
πώς αν ένα θηρίο συνηθίσει να τρώει σάρκες,
γίνεται όλο και πιο αιμοβόρο;
Πώς λοιπόν μου βάζεις τη σκέψη,
ότι αν μια φορά ικανοποιήσω την επιθυμία μου,
δεν θα ξαναπολεμηθώ;
Και ποιος με βεβαιώνει, ότι αν σε αφήσω
ανενόχλητο να μολύνεις το αίμα μου
θα βρω καιρό για να μετανοήσω,
και δεν θα ριχθώ στην κόλαση
μαζί με «τους εργαζομένους την ανομία»
Γιατί ή ζωή μας πάνω στη γη είναι σκιά
και εσύ στη σκιά της ζωή μου
θα ζείς για πάντα
στην αφάνεια, στην περιφρόνηση
και την αδιαφορία μου
ή μήπως κι αυτό θα περάσει?
ω, όχι αυτό δεν θα περάσει
όποιος με βλάπτει
όποιος με συκοφαντεί
ας λαλήσει ό άγγελός αδελφός μου
και σωτήριους λογισμούς ας μου χαρίσει
κι όποιος με αδικεί να βλάπτεται ό ίδιος
και να βλάπτει τους αγαπημένους του
και να αποξενωθεί άπ’ αυτούς,
και ανάπαυση να μη βρίσκει
… κι όποιος πατήσει νύχτα στον οίκο μου
για πάντα να σέρνεται
και τα μάτια του, να τα έχει κατεβασμένα στη γη
και ήλιο ποτέ να μην αντικρύσει
ω, όχι αυτό δεν θα περάσει
ΥΓ. Θα ακολουθήσουν κι άλλα αναθέματα
κι αισχροί λογισμοί, τόσοι που σαν θάλασσα
αγριεμένη θα πνίξουν τα ερπετά
και θα ελαφρύνουν τα πτηνά
να ανέβουν πιο ψηλά στα σύννεφα