Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΝΑ ΑΝΑΤΙΝΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ


Συντάκτης: Ευάγριος Αληθινός
από την εφημερίδα δρόμου ΑΠΑΤΡΙΣ

«Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο,
του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του,
για να το λύσει στη ζωή του.
Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!»

Γιώργος Μακρής

Το αφιέρωμα στον (άγνωστο στο ευρύ κοινό) υπαρξιστή ποιητή Γιώργο Μακρή και τον “Συνδεσμο Αισθητικων Σαμποτερ Αρχαιοτητων” (που ο ίδιος ο ποιητής «δημιούργησε» ), γεννήθηκε στη σκέψη από τις κατά καιρούς άναρθρες κραυγές των σύγχρονων Ελλαδέμπορων (τηλεοπτικών και μη), όταν διάφορες αριστερές πολιτικές παρατάξεις (νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ κλπ) και εργαζόμενοι (συμβασιούχοι του υπουργείου πολιτισμού), επιλέγουν τον «ιερό βράχο» της ακρόπολης της Αθήνας για να διαμαρτυρηθούν αναρτώντας πανό επάνω του.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας και φίλος του Λεωνίδας Χρηστάκης στο βιβλίο του «η ιστορία της αλητείας» (εκδόσεις Στύγα), ο Γιώργος Μακρής «…γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 από καταπιεστικούς γονείς, μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός με εξουσιαστικές ροπές, δίκαζε ακόμη και στο σπίτι του. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη όταν ήταν έξι χρονών, ο Γιώργος Μακρής παραμένει χωλός σε όλη του τη ζωή και βαδίζει με δυσκολία… γράφτηκε στην Νομική Αθηνών αλλά δεν φοίτησε ποτέ… μαθαίνει Γαλλικά και Αγγλικά και διαβάζει μετά μανίας όλους τους συγγραφείς της εποχής εκείνης (Σαρτρ κ.λπ.) στην γλώσσα τους. Ζει σχεδόν μόνος από το 1948. Δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και περιφέρει το σαρκίο του από καφενείο σε καφενείο και από στέκι σε στέκι, ξοδεύοντας άσκοπα τα χρήματα της μητέρας του και μετά μένοντας απένταρος για εβδομάδες… Ήταν λιγομίλητος και με πολύ χιούμορ. Πάντα με ένα βιβλίο ή ξένο περιοδικό στο χέρι, αραγμένος στις καρέκλες των ζαχαροπλαστείων ή των καφενείων της πλατείας Κολωνακίου διάβαζε… υπήρξαν περιπτώσεις που την έστηνε σε μια καρέκλα καφενείου και δεν σηκωνόταν ούτε μετά από εικοσιτέσσερις ώρες. Το ίδιο γινόταν στο δωμάτιο που έμενε… Έγραφε κείμενα δικά του, μετέφραζε και αλληλογραφούσε με φίλους και γνωστούς. Τα γραπτά του ακουμπούσαν τις υπαρξιακές φιλοσοφίες της μεταπολεμικής εποχής. Τα ποιήματα του, γιατί κυρίως ποιήματα έγραφε, αντανακλούσαν τις περισσότερες φορές τις ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις.Οι μεταφράσεις πλησίαζαν περισσότερο τις φιλοσοφικές του διαθέσεις. Οι ολοκληρωμένες ήσαν τρεις. Του Άλντους Χάξλεϋ, του Οκτάβιο Παζ και του Ζαν Μιρό….»

ΑΠΛΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ 2
ένας καθολικός παπάς
του τάγματος του άγιου Φραγκίσκου
κόβει παπαρούνες…
σήμερα αναπνέει περίφημα
θα ‘ θελε να λερώσει το ράσο του
να χαϊδέψει ένα πρόβατο
να ερωτευθεί
κόβει παπαρούνες αγνοώντας τον πειρασμό
νομίζει πως τον παρακολουθούν και όλο γυρίζει το κεφάλι
Personne!
«Η θέα είναι ευχάριστη, περίφημη μπορώ να πω
και ως οικόπεδο, περίφημο μπορώ να πω»,
έλεγε ο μεσίτης.
Η μαμά μας Δε μας κατάλαβε ποτέ
Είναι μια ξένη
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει.
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
Πάψετε πιά να θολώνετε τα μάτια σας
Μην κάνετε ρυτίδες σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε
Ποιος θέλατε να μας τα πει.

(Γ.Μακρής 1967)


Το 1944 ο Μακρής συντάσσει τη περίφημη προκήρυξη του «Σ.Α.Σ.Α. να ανατινάξουμε την ακρόπολη !». Στόχος του «ΣΑΣΑ», σύμφωνα με την προκήρυξη, ήταν η ανατίναξη αρχαίων μνημείων και η προπαγάνδα εναντίον τους. Ως πρώτη καταστροφή ορίστηκε η ανατίναξη του Παρθενώνα, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην προκήρυξη, «μας έχει κυριολεκτικά πνίξει».
Η επιχειρηματολογία του Μακρή αποδεικνύεται διορατική: η τουριστική βιομηχανία που συνεπάγεται «υποτέλεια» και αισθητική ευτέλεια, ο διάχυτος υλισμός, η ακυρωμένη πολιτική χειραφέτηση, η επιδείνωση του αστικού περιβάλλοντος (ζητήματα επίκαιρα και σήμερα να διαιωνίζονται μετά από κάθε “μετά” εμφύλιος, δικτατορία και τώρα οικονομική κρίση)». Στο πλαίσιο αυτών των καταστάσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου φίλη του Μακρή, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, μέσα από μια πρωτόγνωρη ανατρεπτικότητα προτάσσει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών, είτε σαν έμβλημα των αντίπαλων εμφυλιακών παρατάξεων της εποχής, οι οποίες κατέβαιναν με σύνθημα: «μέσα από τους καπνούς και τα χαλάσματα θα χτίσουμε νέους Παρθενώνες», είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής πλημμύρας , εκείνων που θαύμαζαν την ακρόπολη με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα (1944), με τον ναζιστικό αγκυλωτό σταυρό να κυματίζει επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Η προκήρυξη αυτή θεωρείται και όχι άδικα το πρώτο ανατρεπτικό νεανικό καλλιτεχνικό μανιφέστο στην Ελλάδα. Ένα κείμενο αντάξιο των κειμένων των Ντανταϊστών των αρχών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, των μετέπειτα καταστασιακών, αλλά και της Punk υποκουλτούρας του τέλους του ’70:

Σ.Α.Σ.Α. να ανατινάξουμε την ακρόπολη !
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ Αριθ. 1

Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.
Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε ‘χαμό’.
Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή.
Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας.
Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών.
Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν.
Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών.
Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει.
Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.
Γιώργος Βασιλείου Μακρής
Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων).Νοέμβριος 1944

Για τον Μακρή η τέχνη και η σκέψη ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση και κυρίως διαφορετικότητα, απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το «μεγάλο λάθος» του, έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του. Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ …
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944)

Τριλογία (μέρος δεύτερο)
Χαϊδεύοντας με δάχτυλα χλωμά τα νέα αρνιά
Κατάκτησε το μπαρ και τα ψηλά σκαμνιά,
Από να του χαμόγελο απέδρασε το βράδυ
Πήρε στην τύχη κάνα- δυο και τα’ άλλο του κοπάδι
Τα’ άφησε στο εικόνισμα μονάχο αλλοίμονό του
Καθώς και τη χλαμύδα του, το φωτοστέφανό του
Το αργυρό αφιέρωμα, δώδεκα μαθητές του
Δώδεκα εκατομμύρια Μαγδαληνές πιστές του.
Κι έγραψε κάτι στο καρνέ «πρέπει να θυμηθώ
Πως πρέπει εγκαίρως να’ ρθω και να σταυρωθώ».
Να σε κοστούμι εξαίσια ραμμένο απ΄το φως
Κοιτάζει στο κρυστάλλινο ποτήρι ο Χριστός.

Στο σύντομο χρονικό διάστημα που έζησε δεν δημοσίευσε κανένα έργο του. Τα ποιήματα του δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του από τον εξάδελφο του Άγγελο Καράκαλο. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Εκείνο το απόγευμα ανεβαίνοντας στη ταράτσα της πολυκατοικίας που έμενε στο έκτο πάτωμα, απάντησε στο θυρωρό που τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” – «Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως…» με αυτή την «μαύρη» χιουμοριστική απάντηση έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Ο Λ. Χρηστάκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «…Από το 1965 άρχισαν οι τάσεις για αυτοκτονία. Εάν προσθέσουμε και μερικές αδικαιολόγητες συγκρούσεις με το αυτοκίνητο του, που τελικά καταστράφηκε ,οι απόπειρες ήταν επτά αλλά ανεπιτυχείς. Στο τέλος του Γενάρη του 1968 ήρθε σπίτι μου μεσημέρι. Ήταν χλωμός και αδυνατισμένος. Φάγαμε και αμέσως μετά μου είπε: «Είναι ντροπή να μην μπορώ να δώσω ένα αποφασιστικό τέλος στη ζωή μου» κι έφυγε. Του τηλεφωνούσα συνέχεια. Δεν απαντούσε. Αργά στις 31 του ίδιου μήνα μου τηλεφώνησαν ότι έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού του.»

ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
Μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
(Μίλτος Σαχτούρης)

*για τη συγγραφή του κειμένου
χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα
από το κείμενο του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
«ο ειδικός της γενικότητας»