Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ


Βοκάκιου
από το “Δεκαήμερον”

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην πόλη της Γκάφσα, στη Βαρβαρία, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που είχε πολλά παιδιά, ανάμεσα σ’ αυτά μια αξιαγάπητη και γεμάτη χάρη νεαρή κόρη με όνομα λιμπεχ. Η ίδια δεν ήταν Χριστιανή, αλλά υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί στην πόλη, και μια μέρα, έχοντάς τους περιστασιακά ακούσει να εκθειάζουν τη Χριστιανική πίστη και το να υπηρετείς το Θεό, ρώτησε έναν απ’ αυτούς για τον καλύτερο και ευκολότερο κατά τη γνώμη του τρόπο του “να υπηρετήσει το Θεό” όπως το έθεταν. Της απάντησε λέγοντάς της ότι αυτοί που υπηρετούσαν καλύτερα το Θεό ήταν αυτοί που έβαζαν τη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των εαυτών τους και των γήινων αγαθών, όπως συνέβαινε με την περίπτωση ανθρώπων που είχαν πάει να ζήσουν στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της ερήμου Σαχάρα.
Δεν είπε τίποτε άλλα σχετικά μ’ αυτό σε κανέναν, αλλά το επόμενο πρωινό, ως πολύ απλοϊκό πλάσμα 14 ετών ή κάπου τόσο, η λιμπεχ ξεκίνησε ολομόναχη, μυστικά, και άρχισε να διασχίζει την έρημο, υποκινούμενη από τίποτε πιο λογικό πέραν μιας ισχυρής ενήλικης ορμής. Λίγες μέρες αργότερα, εξαντλημένη από την κούραση και την πείνα, έφθασε στην καρδιά της ερημιάς, όπου, στη θέα μιας μικρής καλύβας σε απόσταση, τρέκλισε προς το μέρος της και στο κεφαλόσκαλο βρήκε έναν άγιο άνθρωπο, ο οποίος εξεπλάγη που την βρήκε σ’ αυτά τα μέρη και τη ρώτησε τι έκανε εκεί. Του είπε ότι είχε εμπνευσθεί από το Θεό, και ότι προσπαθούσε όχι μόνο να Τον υπηρετεί, αλλά επίσης να βρει κάποιον που να τη διδάξει το πώς θα έπρεπε να το κάνει.
Παρατηρώντας πόσο νεαρά και εξαιρετικά όμορφη ήταν, ο αγαθός άνθρωπος φοβήθηκε να την αναλάβει υπό την προστασία του, ειδάλλως ο διάβολος μπορεί να τον έπιανε απροετοίμαστο. Έτσι, την συνεχάρη για τις καλές της προθέσεις και αφού της έδωσε μια ποσότητα από ρίζες, αγριόμηλα και χουρμάδες για να φάει και νερό για να πιει, της είπε:
“Κόρη μου, όχι πολύ μακριά από εδώ υπάρχει ένας άγιος άνθρωπος που είναι πολύ πιο ικανός από εμένα στο να σε διδάξει αυτό που θέλεις να μάθεις. Πήγαινε σ’ αυτόν”. Και την έστειλε να τραβήξει το δρόμο της.<
Όταν έφθασε σ’ αυτό το δεύτερο άνθρωπο, της είπε ακριβώς το ίδιο πράγμα, και έτσι συνέχισε μέχρι που έφθασε στο κελί ενός νεαρού ερημίτη. Ένας πολύ ευσεβής και ευγενής τύπος, ονόματι Ρουστίκο, στον οποίο έθεσε το ίδιο ερώτημα, όπως είχε απευθύνει και στους άλλους. Με την ανησυχία ν’ αποδείξει στον εαυτό του ότι κατείχε σιδερένια θέληση, δεν την ξαπόστειλε όπως οι άλλοι ή την έστειλε αλλού, αλλά την κράτησε μαζί στο κελί του, σε μια γωνία του οποίου, όταν έπεσε η νύχτα, ετοίμασε ένα χειροποίητο κρεβάτι με φοινικόφυλλα, πάνω στο οποίο την προσκάλεσε να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί.
Με το που έκανε αυτό το βήμα, λίγος χρόνος πέρασε έως ότου ο πειρασμός να κηρύξει πόλεμο ενάντια στη δύναμη της θελήσεώς του, και μετά τις πρώτες λίγες επιθέσεις, βρισκόμενος υπερνικημένος σε όλα τα μέτωπα, προέτεινε τα χέρια του και παραδόθηκε. Αφήνοντας κατά μέρος τις ευλαβείς σκέψεις, τις προσευχές και ασκήσεις μετάνοιας άρχισε να επικεντρώνει τις νοητικές του ικανότητες πάνω στη νιότη και την ομορφιά του κοριτσιού, και να επινοεί κατάλληλους τρόπους και μέσα για να την πλησιάσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην το θεωρήσει χυδαίο εκ μέρος του το να κάνει το είδος της πρότασης που είχε στο μυαλό του. Κάνοντας κάποιες ερωτήσεις σ’ αυτή, σύντομα ανακάλυψε ότι ποτέ της δεν είχε στενή επαφή με το αντίθετο φύλλο και ήταν από κάθε άποψη τόσο αθώα όσο έδειχνε? και συνεπώς σκέφτηκε ένα πιθανό τρόπο να την πείσει, με το προκάλυμμα ότι υπηρετούσε το Θεό, να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Ξεκίνησε εκφωνώντας ένα μακρύ λόγο στον οποίο της έδειξε πόσο δυνατός εχθρός ήταν ο διάβολος για τον αφέντη Θεό, και συνέχισε τονίζοντάς της ότι απ’ όλους τους τρόπους του να υπηρετείς το Θεό, αυτός που προτιμούσε περισσότερο απαρτιζόταν από το να βάζεις το διάβολο πίσω στην κόλαση, στην οποία ο Παντοδύναμος τον είχε αποστείλει αρχικά.
Η κοπέλα τον ρώτησε πώς γινόταν αυτό, και ο Ρουστίκο απάντησε:
“Σύντομα θα ανακαλύψεις, αλλά απλά κάνε ότι με βλέπεις να κάνω για την ώρα”. Και λέγοντας έτσι, άρχισε να απελευθερώνει τον εαυτό του από τα λίγα ρούχα που φορούσε, αφήνοντας τον εαυτό του εντελώς γυμνό. Η κοπέλα ακολούθησε το παράδειγμά του και αυτός έπεσε στα γόνατά το σα να επρόκειτο να προσευχηθεί, κάνοντάς τη να γονατίσει ακριβώς απέναντί του.
Σ’ αυτή τη στάση, η ομορφιά του κοριτσιού αναδείχθηκε στο Ρουστίκο σε όλη της τη δόξα, και οι επιθυμίες του φλεγόντουσαν πιο άγρια από ποτέ, επιφέροντας την ανάσταση της σάρκας. Η λιμπεχ το παρατήρησε με έκπληξη και είπε:
“Ρουστίκο, τι είναι αυτό το πράγμα που προεξέχει μπροστά σου, το οποίο εγώ δεν κατέχω;”
“Έχεις δίκιο εδώ”, είπε ο Ρουστίκο. “Αλλά έχεις κάτι άλλο αντί γι’ αυτό, που δεν έχω εγώ”.
“Ω”, είπε η Ρουστίκο. “Και τι είναι αυτό;”
“Έχεις την Κόλαση”, είπε ο Ρουστίκο. “Και ειλικρινά πιστεύω ότι ο Θεός σε έστειλε εδώ για τη σωτηρία της ψυχής μου, γιατί αν αυτός ο διάβολος συνεχίσει να μαστίζει τη ζωή μου, και αν είσαι έτοιμη να δείξεις επαρκή οίκτο για μένα ώστε να με αφήσεις να τον βάλω πίσω στην Κόλαση, θα μου έδινες μια εξαίσια ανακούφιση, καθώς επίσης και θα απέδιδες ανυπολόγιστες υπηρεσίες και ικανοποίηση στο Θεό, το οποίο είναι αυτό για το οποίο λες ότι ήρθες εδώ για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή”.
“Ω πατέρα”, απάντησε το κορίτσι όλο αθωότητα, “αν πράγματι έχω μια κόλαση, ας κάνουμε όπως προτείνεις μόλις είσαι έτοιμος”.
“Ο Θεός να σε ευλογεί, κόρη μου”, είπε ο Ρουστίκο. “Ας πάμε να τον βάλουμε πίσω και έπειτα ίσως με αφήσει ήσυχο”.
Σ’ αυτό το σημείο οδήγησε το κορίτσι σ’ ένα από τα κρεβάτια τους όπου της έδωσε οδηγίες για να φυλακίσει τον τρισκατάρατο δαίμονα.
Μην έχοντας ποτέ ξανά νωρίτερα βάλει ένα διάβολο στην Κόλαση, η κοπέλα βρήκε την πρώτη εμπειρία λίγο οδυνηρή, και είπε στο Ρουστίκο:
“Αυτός ο διάβολος πρέπει σίγουρα να είναι κακό είδος, Πατέρα, και ένας αληθινός εχθρός του Θεού, γιατί εκτός από το να μαστίζει την ανθρωπότητα, πονάει ακόμη και την Κόλαση όταν οδηγείται πίσω μέσα της”.
“Κόρη μου”, είπε ο Ρουστίκο, “δε θα είναι πάντα έτσι”. Και για να διαβεβαιώσει ότι δε θα ήταν, πριν να μετακινηθεί από το κρεβάτι τον έβαλε πίσω μισή ντουζίνα φορές ακόμη, κάμπτοντας την αλαζονεία του σε τόσο μεγάλο βαθμό που ήταν φανερά ευτυχής να παραμείνει ήσυχος για το υπόλοιπο της ημέρας.
Στη διάρκεια των επόμενων ημερών, ωστόσο, η υπερηφάνεια του διαβόλου συχνά σήκωνε ξανά το κεφάλι της, και η κοπέλα, πάντα έτοιμη να υπακούσει στο κάλεσμα του καθήκοντος και να το φέρει υπό έλεγχο, έτυχε να αναπτύξει μια συμπάθεια για τη δραστηριότητα και άρχισε να λέει στο Ρουστίκο:
“Μπορώ σίγουρα να καταλάβω τι εννοούσαν αυτοί οι άξιοι άνθρωποι στην Γκάφσα όταν έλεγαν ότι το να υπηρετείς το Θεό ήταν τόσο ευχάριστο. Ειλικρινά δε μπορώ να θυμηθώ να κάνω οτιδήποτε άλλο που να μου έδινε τόση ευχαρίστηση και ικανοποίηση απ’ όση παίρνω βάζοντας το διάβολο πίσω στην Κόλαση. Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης μου, ο καθένας που αφιερώνει την ενέργειά του σε οτιδήποτε άλλο πέρα από το να υπηρετεί το Θεό είναι εντελώς ηλίθιος”.
Έτσι ανέπτυξε τη συνήθεια του να πηγαίνει στο Ρουστίκο σε διάφορα διαλείμματα, και να του λέει: “Πατέρα, ήρθα εδώ να υπηρετήσω το Θεό και όχι να σπαταλώ ανούσια το χρόνο μου. Πάμε να βάλουμε το διάβολο πίσω στην Κόλαση”.
Και μερικές φορές εν μέσω των καθηκόντων τους, έλεγε: “Αυτό που με απασχολεί, Ρουστίκο, είναι ότι ο διάβολος θα ήθελε ποτέ να δραπετεύσει από την Κόλαση. Διότι αν του άρεσε να είναι εκεί όσο αρέσει στην Κόλαση να τον δέχεται και να τον κρατά μέσα της, ποτέ δε θα έφευγε”.
Προσκαλώντας το Ρουστίκο να παίξουν το παιχνίδι υπερβολικά συχνά, παρακινώντας τον διαρκώς στην υπηρεσία του Θεού, η κοπέλα πήρε τόση πολύ ενέργεια απ’ αυτόν που σύντομα άρχισε να γίνεται ψυχρός εκεί που κάποιος άλλος άνδρας θα λουζόταν στον ιδρώτα. Έτσι της είπε ότι ο διάβολος θα έπρεπε μόνο να τιμωρείται και να μπαίνει πίσω στην κόλαση όταν σήκωνε το κεφάλι του με υπερηφάνεια, προσθέτοντας ότι με τη Θεία χάρη, τον είχαν δαμάσει τόσο αποτελεσματικά που παρακαλούσε το Θεό να τον αφήσουν σε ησυχία. Μ’ αυτό τον τρόπο, κατάφερε να κρατήσει την κοπέλα ήσυχη για ένα διάστημα, αλλά μια μέρα, έχοντας αρχίσει να παρατηρεί ότι ο Ρουστίκο δε ζητούσε πλέον να βάλουν το διάβολο πίσω στην Κόλαση, είπε:
“Κοίτα να δεις, Ρουστίκο. Παρόλο που ο διάβολός σου τιμωρήθηκε και δε σε βασανίζει άλλο η κόλασή μου απλά αρνείται να με αφήσει ήσυχη. Τώρα που σε βοήθησα με την Κόλασή μου να υποτάξεις την υπερηφάνεια του διαβόλου σου, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να αναγκάσεις το διάβολό σου να με βοηθήσει να δαμάσω την οργή της Κόλασής μου”.
Ο Ρουστίκο, που ζούσε με μια δίαιτα από ρίζες φυτών και νερό, ήταν μάλλον ανήμπορος να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της, και της είπε ότι το δάμασμα της Κόλασής της θα απαιτούσε πάρα πολλούς διαβόλους, αλλά υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορούσε. Έτσι, μερικές φορές, ανταποκρινόταν στο κάλεσμα, αλλά αυτό συνέβαινε τόσο αραιά που ήταν μάλλον σα να ταϊζεις ένα λιοντάρι με ένα φασόλι, με αποτέλεσμα ότι η κοπέλα, που ένοιωσε ότι δεν υπηρετούσε το θεό τόσο φιλόπονα όσο θα ήθελε, τις περισσότερες φορές παραπονιόταν.
Αλλά στο ζενίθ αυτής της διαμάχης μεταξύ της Κόλασης της λιμπεχ και του διαβόλου του Ρουστίκο, προκαλούμενη από ένα πλεόνασμα επιθυμίας από τη μια μεριά και μια έλλειψη δύναμης από την άλλη, ξέσπασε μια φωτιά στη Γκάφσα, και ο πατέρας της λιμπεχ κάηκε ζωντανός στο σπίτι του μαζί με όλα τα παιδιά του και όλα τα υπόλοιπα μέλη του σπιτικού του, έτσι ώστε η λιμπεχ κληρονόμησε όλη την ιδιοκτησία του. Εξαιτίας αυτού, ένας νέος άνδρας, ονόματι Νέερμπαλ που είχε σπαταλήσει όλη την ύπαρξή του στη πολυτελή διαβίωση, με το που άκουσε ότι αυτή ήταν ακόμη ζωντανή, ξεκίνησε να την αναζητήσει, και προτού οι αρχές καταφέρουν να πάρουν την περιουσία του εκλιπόντος πατέρα της, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κληρονόμος, κατάφερε να εντοπίσει που βρισκόταν. Προς μεγάλη ανακούφιση του Ρουστίκο, αλλά ενάντια στη θέλησή της, την πήρε πίσω στη Γκάφσα και την παντρεύτηκε, κληρονομώντας έτσι το μισό από την τεράστια περιουσία του πατέρα της.
Πριν ο Νέερμπαλ κοιμηθεί μαζί της, η κοπέλα ρωτήθηκε από τις γυναίκες στην Γκάφσα για το πώς ακριβώς είχε υπηρετήσει το Θεό στην έρημο, και απάντησε ότι τον είχε υπηρετήσει βάζοντας το διάβολο πίσω στην Κόλαση, και ότι ο Νέερμπαλ είχε διαπράξει ένα τρομερό αμάρτημα σταματώντας την από μια τόσο πολύτιμη υπηρεσία.
“Πώς βάζεις το διάβολο πίσω στην Κόλαση;” ρώτησαν οι γυναίκες.
Εν μέρει με λόγια και εν μέρει με χειρονομίες, η κοπέλα τους έδειξε πώς γινόταν, και έπειτα οι γυναίκες γέλασαν τόσο πολύ που ακόμη γελάνε, και είπαν:
“Μη σε απασχολεί, αγαπητή μου. Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια δουλειά κάθε τόσο και εδώ στη Γκάφσα, και ο Νέερμπαλ θα σου δώσει πολύ βοήθεια στο να υπηρετείς το Θεό”.

Η ιστορία διαδόθηκε και έξω από την πόλη, περνώντας από τη μια γυναίκα στην άλλη, και επινόησαν μια παροιμία ότι ο πιο αποδεκτός τρόπος του να υπηρετείς το Θεό είναι να βάζεις το διάβολο πίσω στην κόλαση. Το ρητό αργότερα διέσχισε τη θάλασσα και έφτασε στην Ιταλία, όπου επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.