Η φοβερή πατρίδα μου
Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
και λίβας ανελέητος σκληρός του Ιουλίου!
Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
με το βαγόνι της γραμμής
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη
με μπαούλο, οικοσκευές,
και ανάμεσά τους, στα ψηλά, το φέρετρό της
έτσι καθώς πηγαίναμε παλιά κουτί, στων συγγενών μας,
με κούκλες, τα παιδιά.
Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι
στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
οι νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι και ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν.
Ο Βιβάλντι κάποτε μικρά έφερνε, κοριτσάκια, στο σαλόνι
(σταθήκαμε για μια στιγμή όλοι θυμούμενοι και πάλι)
με κρινολίνα στις μαργαρίτες χόρευαν,
και χωράφια της παιδικής ευφροσύνης
με σύννεφα και χιλιάδες αρκαδίες, ο Μπρέγκελ, και ζώα,
και ανάμεσά τους μια αγελάδα ειρηνική
να περνά το σούρουπο μόνη
με τους μαστούς της δυο λάμπες φωτοφόρες
των εκατό κηρίων η κάθε μία, και κότες και λίμνες,
και σκάφες πλυσίματος με χοντρές χωρικές έφερνε.
«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
–τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα–
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα
να πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην κοίτη,
ήρθα να σε πάρω, της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη το μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του.»
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!
Βατομουριές σκονισμένες
και σχοίνα που τα παντελόνια τραβολογούν!
Συναλλαγές, ψευτιές, ενώ ο «Πάντσο» ιδού
στην ταινία του υπαίθριου
να χτυπήσει το Νότο λέει το βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του τομάρια
από εκείνα που τα ’χουν οι πόρνες σαν αδελφάκια τους
κι έχουν οι ίδιοι το πιστόλι για παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ακόμη και αυτόν τον πατέρα τους,
τραυματίζουν τη μάνα τους για επίδειξη
και κάνουν το γειτονόπουλό τους να τρέχει σαν το κοκόρι,
βρωμάνε τα χνότα τους πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία, περνούν.
Μια φωνή μού φώναζε χθες στον ύπνο
«Έλα να δεις τα στέκια σου
που έτρεξες –μου έλεγε– παιδί»,
«εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου
γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο –της απαντούσα–
«έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια
και τις πηγές τις δροσερές, έλα», μού ξαναέλεγε η φωνή!
Έναν τόπο ζητούσα όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί
όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα,
τα ρούχα θα πλένονται στον κήπο
με όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι
και ο τεχνίτης του σίδερου
θα λιώνει το μέταλλο με πρωτόγονους τρόπους
–του γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο,
έψαξε– «πάρε –μου είπε– αυτόν
μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο θείος σου
δούλευε κάποτε εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες»,
τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε,
το πρόσωπό του μέσα στις τσακμακιές έπαιξε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς, το σχολείο.
Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης.
Ω ζωή κομμένη στη μέση,
και ω νεότητα από τότε, τέλος, τραυματισμένη
σαν ένα κοριτσάκι με το καλό του φόρεμα
που ισορροπούσε πάνω στην εγκαταλειμμένη
γραμμή του τραίνου, ισορροπούσε.
Γιώργος Μαρκόπουλος